(Μαρκ. θ´ 17-31)
Τώ καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσ-ήλθε τώ ᾿Ιησού λέγων• Διδάσκαλε, ήνεγκα τόν υιόν μου πρός σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. Καί
όπου άν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, καί αφρίζει καί τρίζει τούς
οδόντας αυτού, καί ξηραίνεται• καί είπον τοίς μαθηταίς σου ίνα αυτό
εκβάλωσι, καί ουκ ίσχυσαν. ῾Ο δέ αποκριθείς αυτώ λέγει•
῏Ω γενεά άπιστος, έως πότε πρός υμάς έσομαι; ῞Εως πότε ανέξομαι υμών; Φέρετε αυτόν πρός με. Καί ήνεγκαν αυτόν πρός αυτόν. Καί ιδών αυτόν ευθέως τό πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, καί πεσών επί τής γής εκυλίετο αφρίζων. Καί επηρώτησε τόν πατέρα αυτού• Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ῾Ο δέ είπε• Παιδιόθεν. Καί πολλάκις αυτόν καί εις πύρ έβαλε καί εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν• αλλ᾿ εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ᾿ ημάς.
῾Ο δέ ᾿Ιησούς είπεν αυτώ τό ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι. Καί ευθέως κράξας ο πατήρ τού παιδίου μετά δακρύων έλεγε• Πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τή απιστία. ᾿Ιδών δέ ο ᾿Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω λέγων αυτώ• Τό πνεύμα τό άλαλον καί κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού καί μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Καί κράξαν καί πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, καί εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ῾Ο δέ ᾿Ιησούς κρατήσας αυτόν τής χειρός ήγειρεν αυτόν, καί ανέστη.
Καί εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ᾿ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. Καί είπεν αυτοίς• Τούτο τό γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μή εν προσευχή καί νηστεία. Καί εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο διά τής Γαλιλαίας, καί ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ• εδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αυτού καί έλεγεν αυτοίς ότι ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, καί αποκτενούσιν αυτόν, καί αποκτανθείς τή τρίτη ημέρα αναστήσεται.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τόν καιρό, κάποιος άνθρωπος πλησίασε τόν ᾿Ιησού καί τού είπε• «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα τόν γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα πού τόν κάνει άλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Είπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αυτό τό πνεύμα, αλλά δέν μπόρεσαν». «῎Απιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο ᾿Ιησούς.
«῝Ως πότε θά είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θά σάς ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ τό παιδί». ᾿Εκείνοι τού τό έφεραν. Μόλις τό πνεύμα είδε τόν ᾿Ιησού, αμέσως τάραξε τό παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής καί κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι πού τού συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο ᾿Ιησούς τόν πατέρα τού παιδιού. ᾿Εκείνος απάντησε•
«᾿Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν έριξε καί στά νερά γιά νά τόν εξολοθρέψει. ᾿Αλλά άν μπορείς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». ῾Ο ᾿Ιησούς τού είπε τούτο• «᾿Εάν μπορείς νά πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν πού πιστεύει». ᾿Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας τού παιδιού καί είπε μέ δάκρυα• «Πιστεύω, Κύριε! ᾿Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δέν είναι δυνατή».
Βλέποντας ο ᾿Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τά λόγια• «῎Αλαλο καί κουφό πνεύμα, εγώ σέ διατάζω• βγές απ’ αυτόν καί μήν ξαναμπείς πιά μέσα του». Βγήκε τότε τό πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. ᾿Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι πού πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. ῾Ο ᾿Ιησούς όμως τό έπιασε από τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.
῞Οταν μπήκε ο ᾿Ιησούς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως• «Γιατί εμείς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αυτό τό δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τούς απάντησε• «Αυτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεί κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε άλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία».
῎Εφυγαν από κεί καί προχωρούσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ήθελε ο ᾿Ιησούς νά μάθει κανείς ότι περνούσε από κεί, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς έλεγε• «῾Ο Υιός τού ᾿Ανθρώπου θά παραδοθεί σέ χέρια ανθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν• τήν τρίτη όμως ημέρα μετά τόν θάνατό του θ’ αναστηθεί».
ΑΠΟ http://www.agioritikovima.gr
῏Ω γενεά άπιστος, έως πότε πρός υμάς έσομαι; ῞Εως πότε ανέξομαι υμών; Φέρετε αυτόν πρός με. Καί ήνεγκαν αυτόν πρός αυτόν. Καί ιδών αυτόν ευθέως τό πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, καί πεσών επί τής γής εκυλίετο αφρίζων. Καί επηρώτησε τόν πατέρα αυτού• Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ῾Ο δέ είπε• Παιδιόθεν. Καί πολλάκις αυτόν καί εις πύρ έβαλε καί εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν• αλλ᾿ εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ᾿ ημάς.
῾Ο δέ ᾿Ιησούς είπεν αυτώ τό ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι. Καί ευθέως κράξας ο πατήρ τού παιδίου μετά δακρύων έλεγε• Πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τή απιστία. ᾿Ιδών δέ ο ᾿Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω λέγων αυτώ• Τό πνεύμα τό άλαλον καί κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού καί μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Καί κράξαν καί πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, καί εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ῾Ο δέ ᾿Ιησούς κρατήσας αυτόν τής χειρός ήγειρεν αυτόν, καί ανέστη.
Καί εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ᾿ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. Καί είπεν αυτοίς• Τούτο τό γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μή εν προσευχή καί νηστεία. Καί εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο διά τής Γαλιλαίας, καί ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ• εδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αυτού καί έλεγεν αυτοίς ότι ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, καί αποκτενούσιν αυτόν, καί αποκτανθείς τή τρίτη ημέρα αναστήσεται.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τόν καιρό, κάποιος άνθρωπος πλησίασε τόν ᾿Ιησού καί τού είπε• «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα τόν γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα πού τόν κάνει άλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Είπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αυτό τό πνεύμα, αλλά δέν μπόρεσαν». «῎Απιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο ᾿Ιησούς.
«῝Ως πότε θά είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θά σάς ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ τό παιδί». ᾿Εκείνοι τού τό έφεραν. Μόλις τό πνεύμα είδε τόν ᾿Ιησού, αμέσως τάραξε τό παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής καί κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι πού τού συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο ᾿Ιησούς τόν πατέρα τού παιδιού. ᾿Εκείνος απάντησε•
«᾿Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν έριξε καί στά νερά γιά νά τόν εξολοθρέψει. ᾿Αλλά άν μπορείς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». ῾Ο ᾿Ιησούς τού είπε τούτο• «᾿Εάν μπορείς νά πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν πού πιστεύει». ᾿Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας τού παιδιού καί είπε μέ δάκρυα• «Πιστεύω, Κύριε! ᾿Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δέν είναι δυνατή».
Βλέποντας ο ᾿Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τά λόγια• «῎Αλαλο καί κουφό πνεύμα, εγώ σέ διατάζω• βγές απ’ αυτόν καί μήν ξαναμπείς πιά μέσα του». Βγήκε τότε τό πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. ᾿Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι πού πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. ῾Ο ᾿Ιησούς όμως τό έπιασε από τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.
῞Οταν μπήκε ο ᾿Ιησούς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως• «Γιατί εμείς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αυτό τό δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τούς απάντησε• «Αυτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεί κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε άλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία».
῎Εφυγαν από κεί καί προχωρούσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ήθελε ο ᾿Ιησούς νά μάθει κανείς ότι περνούσε από κεί, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς έλεγε• «῾Ο Υιός τού ᾿Ανθρώπου θά παραδοθεί σέ χέρια ανθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν• τήν τρίτη όμως ημέρα μετά τόν θάνατό του θ’ αναστηθεί».
ΑΠΟ http://www.agioritikovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου