ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: Η Πλάτη βρίσκεται περίπου 9 χιλιόμετρα[4] προς τα βορειοανατολικά των Φιλιατρών σε υψόμετρο 294[1][5] μέτρα και απέχει 10 περίπου χιλιόμετρα από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. ΙΣΤΟΡΙΑ: Το χωριό που βρίσκεται κάτω από το βουνό της Μάλης έχει μακρόχρονη ιστορία. Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Καναλουπού, ενώ ως Πλάτη αναφέρεται από το 1956.[6][7] Πάντως το χωριό συναντάται με την ονομασία Καναλουπού ή Κανελουπού ή Καναλωπού και σε προγενέστερες βιβλιογραφικές πηγές-αναφορές. Ο οικισμός αναφέρεται, σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Η Καναλουπού (Canalupu), ανήκε, το 1689, στην επαρχία της Αρκαδίας (ή Αρκαδιάς, δηλαδή την περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας), η οποία ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης).[8] Η Καναλουπού προσαρτήθηκε στον παλαιό Δήμο Εράνης το 1835,[9] ενώ αναφέρεται, το 1853 στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή ως χωριό του Δήμου Εράνης της Επαρχίας Τριφυλίας με πληθυσμό 115 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[10] Το 1899 μεταφέρεται από το Νομό Μεσσηνίας και υπάγεται στον Νομό Τριφυλίας,[11] για μια περίπου δεκαετία, ως το 1909, που επανέρχεται ξανά στον Νομό Μεσσηνίας,[12] ως οικισμός της Επαρχίας Τριφυλίας. Το 1912 το χωριό της Καναλουπούς αποσπάται από τον Δήμο Εράνης και εντάσσεται στην Κοινότητα Χαλαζονίου, που είχε ως έδρα το Χαλαζόνι,[13][14] ως και το 1919,[15] που η Καναλουπού αποσπάται από την κοινότητα αυτή και ορίζεται έδρα της Κοινότητας Καναλουπούς.[16] Η Καναλουπού παρέμεινε έδρα της ομώνυμης κοινότητας, από το 1919 ως το 1956, που το χωριό μετονομάζεται σε Πλάτη και η Κοινότητα σε Κοινότητα Πλάτης,[17] και συνέχισε με το νέο όνομα ως έδρα της Κοινότητας Πλάτης από το 1956 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», υπήχθη στον κατηργημένο Δήμο Φιλιατρών,[18] ως το 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Τριφυλίας.[19][4] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Αετού, Αυλώνος, Γαργαλιάνων, Κυπαρισσίας, Φιλιατρών και την κοινότητα Τριπύλας. ΑΠΟ http://www.hellenicaworld.com/Greece/Geo/gr/PlatiMessinias.html

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Η ιστορία της Μεσσηνίας

Οι πρώτοι κάτοικοι
Ο Λέλεγας, πρόγονος των κατοίκων της Λακωνίας, αναφέρεται ως γενάρχης και των πρώτων κατοίκων της Μεσσηνίας, η κατοίκηση στην οποία ανάγεται τουλάχιστον στα τελευταία Χρόνια της Εποχής του Λίθου (γύρω στα3000 π.χ.).Όταν στη Λακωνία βασιλιάς έγινε ο Μύλης (βλ. «Ιστορία Λακωνίας»: Οι πρώτοι κάτοικοι), ο αδελφός του, Πολυκάων, πήρε τη γυναίκα του, Μεσσήνη, και επικεφαλής αποίκων μετακινήθηκε στη χώρα που ονομάστηκε Μεσσηνία. Οι εκεί ντόπιοι τους δέχτηκαν ειρηνικά. Ο Πολυκάων έκανε πρωτεύουσά του την πόλη Ανδανία και η γυναίκα του, Μεσσήνη, καθιέρωσε μυστήρια με τη σύμπραξη του ήρωα Καύκωνα, γενάρχη του λαού των Καυκώνων. Οι Καύκωνες, από όσα γνωρίζουμε, ήταν προελληνικό φύλο, είχαν ινδοευρωπαϊκές ρίζες και πρώτοι κατέκλυσαν τη Μεσσηνία.
Οι Αχαιοί βρέθηκαν στην περιοχή γύρω στα 1600 π.Χ. Προέρχονταν από τη Θεσσαλία, ως απόγονοι
του Θεσσαλού Αίολου αναφέρονται κι αποτελούσαν τμήμα εκείνων που έφτασαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα και τη Λακωνία. Αγνοούμε τα τι και πώς. Το νήμα του μύθου ξαναβρίσκεται στην εποχή που οι Ατρείδες κατείχαν τη Λακωνία. «Τότε», το μεγαλύτερο κομμάτι της Μεσσηνίας ανήκε στη Λακωνία, ενώ στη δυτική ακτή κι ως τον Αλφειό ποταμό, βόρεια, εκτεινόταν το κράτος της Πύλου.
Όταν στη Λακωνία βασίλευε ο Οίβαλος, στη Μεσσηνία ηγεμόνευε ο Περιήρης, ο γιος του Αιόλου. Παντρεύτηκε πρώτος την κόρη του Περσέα, Γοργοφόνη (έμελλε να την παντρευτεί κι ο Οίβαλος), κι απέκτησε γιους τον Λεύκιππο και τον Αφαρέα. Ο Λεύκιππος βασίλευσε στην Ανατολική Μεσσηνία και ο Αφαρέας στη Δυτική.

Ο Μεσσήνιος Ασκληπιός
Στο δικό του βασίλειο, ο Λεύκιππος ίδρυσε πρωτεύουσά του το Λεύκτρο, πόλη που αργότερα προσαρτήθηκε στη Λακωνία. Οι Μεσσήνιοι εξακολουθούσαν να τη διεκδικούν στα ιστορικά χρόνια. Παντρεύτηκε τη Φιλοδίκη κι απέκτησε τρεις κόρες: τις Αρσινόη, Ιάλειρα και Φοίβη.
Την Αρσινόη, κατά τη μεσσηνιακή εκδοχή, ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας κι απέκτησε μαζί της γιο, τον Ασκληπιό. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η Αρσινόη παρέδωσε τον Ασκληπιό στην τροφό Κορωνίδα να το μεγαλώσει. Κι έπειτα, τον πήρε ο Απόλλωνας και τον πήγε στο Πήλιο, να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας. Στη Μεσσηνία, έλεγαν, γεννήθηκε ο γιος του Ασκληπιού, Μαχάων, γιατρός των Αχαιών στην εκστρατεία στην Τροία. Στο Λεύκτρο, τον Ασκληπιό και τον Μαχάονα μαζί με τον αδελφό του, Ποδαλείριο, τους τιμούσαν τουλάχιστον ως τα ρωμαϊκά χρόνια.
Οι απόγονοι του Ασκληπιού, οι Ασκληπιάδες, είχαν στην επικράτειά τους τις θεσσαλικές πόλεις Ιθώμη, Τρίκκη και Οιχαλία (βλ. «Ιστορία των Τρικάλων»: Ο θεραπευτής Ασκληπιός). Στη Μεσσηνία, έλεγαν ότι οι πόλεις αυτές είναι μεσσηνιακές με την Ιθώμη να ταυτίζεται με τον ομώνυμο τειχισμένο λόφο πάνω από τη Μεσσήνη και την Οιχαλίανα μην είναι άλλη από την παλιά Ανδανία του Πολυκάονα. Όσο για την Τρίκκη, στα ιστορικά Χρόνια έδειχναν τα ερείπια της στα βόρεια του νομού.

Η Χαρωπή και η Λαμπερή
Οι δυο άλλες κόρες του Λεύκιππου, η Ιάλειρα και η Φοίβη, είχαν κοινή τύχη. Η πρώτη ήταν ιέρεια της Άρτεμης και η δεύτερη της Αθηνάς. Κατά μια εκδοχή, και τις δυο ο πατέρας τους τις είχε υποσχεθεί στους Ίδα και Λυγκέα, παιδιά του αδελφού του, Αφαρέα. Τις διεκδικούσαν όμως και οι Κάστορας και Πολυδεύκης, οι τυπικά γιοι του Τυνδάρεω, ουσιαστικά του Δία. Είτε με την ανοχή του Λεύκιππου που πήρε πλούσια δώρα είτε όχι, οι Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, τις έκλεψαν. Ο Αφαρέας και οι γιοι του τους κυνήγησαν αλλά στη σύγκρουση μαζί τους σκοτώθηκαν.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο θάνατός τους είχε αιτία τη διαφωνία με τους Διόσκουρους στη μοιρασιά ενός κλεμμένου κοπαδιού. Δεν είχαν σχέση με τις κόρες του Λεύκιππου, τις οποίες οι Διόσκουροι απλά έκλεψαν και παντρεύτηκαν κατά τις συνήθειες της εποχής.
Η έρευνα έχει εντοπίσει τα ονόματα Ιάλειρα (Χαρωπή) και Φοίβη (λαμπερή) ως επίθετα της Σελήνης. Και το Λεύκιππος (αυτός με το άσπρο άλογο) του Ήλιου, η λατρεία του οποίου αργότερα αντικαταστάθηκε από του Απόλλωνα (πατέρα και του Ασκληπιού από την Αρσινόη). Το συμπέρασμα είναι ότι οι παρουσιαζόμενες ως κόρες του Λεύκιππου αρχικά ήταν θεές που λατρεύονταν στη Σπάρτη, στον ίδιο ιερό χώρο της λατρείας του Διονύσου. Άλλωστε, τις ιέρειες του Διονύσου τις ονόμαζαν Λευκιππίδες (κόρες του Λεύκιππου). Με όλα αυτά όμως, η Ανατολική Μεσσηνία βρέθηκε από την προαχαϊκή εποχή δεμένη με τη μοίρα της Λακωνίας.

Ο Νηλέας στην Πύλο
Ο γιος του Περιήρη κι αδελφός του Λεύκιππου, ο Αφαρέας, παντρεύτηκε την Αρήνη και ίδρυσε πόλη με το όνομά της, πρωτεύουσα της επικράτειας που απλωνόταν στη Δυτική Μεσσηνία. Πρόσφυγας στην Αρήνη έφτασε ο Νηλέας, διωγμένος από τον αδελφό του Πελία (βλ.«Ιστορία Θεσσαλίας»: Πελίας και Ιάσονας). Ο Αφαρέας του παραχώρησε την περιοχή όπου έκτισε την Πύλο.
Ο Νηλέας παντρεύτηκε την Χλωρίδα κι απέκτησε δώδεκα γιους και μια κόρη, την Πηρώ που έμελλε να παντρευτεί τον Μελάμποδα (βλ. «Ιστορία Ηλείας»: Ο Μελάμποδας και τα βόδια). Ανάμεσα στους γιους ήταν κι ο Νέστορας με τον Περικλύμενο, ένα παλικάρι αντρειωμένο και με την ικανότητα να αλλάζει μορφή, όποτε ήθελε.
Κάποια στιγμή, στην Πύλο έφτασε ο Ηρακλής, αναζητώντας κάποιον να τον εξαγνίσει από ένα φόνο που έκανε σε στιγμή τρέλας.
Ο Νηλέας όμως ήταν φίλος με τον πατέρα του νεκρού κι αρνήθηκε να κάνει τις τελετές του καθαρμού. Μαζί του συμφώνησαν κι έντεκα από τους δώδεκα γιους: μόνο ο Νέστορας επέμενε να κάνουν το χατίρι του ημίθεου αλλά δεν εισακούστηκε. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να ανοίξει πόλεμο με τους Πύλιους ο Ηρακλής. Βρήκε τον βασιλιά των Αμυκλών Λακωνίας πρόθυμο να τον εξαγνίσει, μάζεψε στρατό και κίνησε να πάρει την Πύλο.
Ο Περικλύμενος βγήκε μπροστά, επικεφαλής του στρατού των Πυλίων. Έκανε μεγάλη ζημιά στους εισβολείς, σε σημείο που ο Ηρακλής αναρωτιόταν, αν στ´ αλήθεια μπορούσε να πάρει την πόλη. Κάποια στιγμή, ο Περικλύμενος μεταμορφώθηκε σε μέλισσα και πήγε και κάθισε στο άρμα του Ηρακλή περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να τον σκοτώσει. Όμως, η Αθηνά που τον προστάτευε, του φανέρωσε ποιος κρυβόταν πίσω από τη μορφή της μέλισσας κι ο Ηρακλής τον σημάδεψε και τον σκότωσε με ένα βέλος του.
Χωρίς τον Περικλύμενο, οι Πύλιοι υπέκυψαν. Στη σύντομη μάχη, σκοτώθηκαν και άλλοι δέκα από τους γιους του Νηλέα. Γλύτωσε μόνο ο Νέστορας που έτυχε να λείπει όσο διαρκούσαν οι μάχες. Κατά μια εκδοχή, ο Ηρακλής τον εγκατέστησε βασιλιά στον θρόνο του πατέρα του, επειδή μόνο αυτός είχε πάρει το μέρος του, όταν έφτασε εκεί ζητώντας τον εξαγνισμό. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Νέστορας ήταν ακόμα παιδί για να αναλάβει τέτοια καθήκοντα.
Όπως και να έχει το πράγμα, η Πύλος υπέφερε και μετά την ήττα από τον Ηρακλή. Όχι από τον ημίθεο αλλά από τους γείτονες. Ο ξολοθρεμός των μαχητών έκανε τους τριγύρω λαούς να μπαίνουν ακώλυτα στην περιοχή και να κλέβουν ζώα. Οι εισβολείς κυρίως προέρχονταν από την Ηλεία. Κι ο βασιλιάς τους, Αυγείας, έφτασε σε σημείο να κατακρατήσει τα άλογα του Νηλέα που είχαν νικήσει στο αγώνισμα της αρματοδρομίας στους Ολυμπιακούς αγώνες. Αυτό ο Νηλέας δεν μπορούσε να το καταπιεί. Μάζεψε όσους Πύλιους είχαν απομείνει και εισέβαλε στην Ηλεία. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και οι Πύλιοι επέστρεψαν στην περιοχή τους μαζί με πάρα πολλά κοπάδια με ζωντανά των Ηλείων. Ο Νηλέας κράτησε το μερίδιό του και μοίρασε τα υπόλοιπα ανάλογα με της ζημιές που καθένας από τους άνδρες του είχε υποστεί στις επιδρομές των Ηλείων.
Πλην όμως, οι Ηλείοι φάνηκαν απειλητικοί στα σύνορά τους. Οι Πύλιοι ετοιμάστηκαν να αμυνθούν με τον Νηλέα να κρύβει το άρμα του Νέστορα, μοναδικού γιου που του είχε απομείνει, ώστε να μην πάει στη μάχη κι έτσι να μην κινδυνεύσει. Ο Νέστορας πήγε πεζός. Στη μάχη, σκότωσε τον γαμπρό του Αυγεία, πήρε το άρμα του και χύθηκε εναντίον των Ηλείων που, μπροστά στην ορμή του, το έβαλαν στα πόδια. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Νέστορας σκότωσε εκατό Ηλείους με τα ίδια του τα χέρια. Και ότι η καταδίωξη σταμάτησε μόνον όταν η θεά Αθηνά παρουσιάστηκε μπροστά στους Πύλιους και τους διέταξε να γυρίσουν πίσω.

Ο σοφός Νέστορας
Κάποια στιγμή, ο Νηλέας πέθανε στην Εφύρα (Κόρινθο). Τον διαδέχτηκε ο Νέστορας που κληρονόμησε και το βασίλειο του Αφαρέα, όταν αυτός και οι γιοι του σκοτώθηκαν από τους Διόσκουρους. ´Ηταν βασιλιάς κραταιού βασιλείου όταν, κοντά 75άρης, ακολούθησε τους άλλους Αχαιούς στον Τρωικό πόλεμο, με στρατό από εννέα πόλεις της επικράτειάς του και με ενενήντα πλοία, μόλις δέκα λιγότερα από τα καράβια που διέθετε ο αρχηγός Αγαμέμνονας και τριάντα παραπάνω από όσα είχε ο άμεσα ενδιαφερόμενος Μενέλαος. Η εκεί δράση του δεν ήταν πολεμική. Στις μάχες, τον στρατό του οδηγούν οι γενναίοι γιοι του, Αντίλοχος και Θρασυμήδης.
Ο πρώτος αναφέρεται στην Ιλιάδα ότι σκότωσε εννέα Τρώες κι ήταν αυτός που ανέλαβε να ανακοινώσει στον Αχιλλέα τον θάνατο του φίλου του, Πάτροκλου.
Ο Αντίλοχος σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Μέμνονα. Ο ίδιος ο Νέστορας χρησιμοποιούσε τη σοφία του και τον σεβασμό με τον οποίο οι Αχαιοί τον περιέβαλαν για να νουθετήσει τους αρχηγούς και να δώσει τις πρέπουσες συμβουλές.
Επέστρεψε σώος στην «ημμαθόεντα Πύλο», μετά την άλωση της Τροίας, χωρίς ιδιαίτερες περιπέτειες. Εκεί κάποια στιγμή φιλοξένησε τον Τηλέμαχο, τον γιο του Οδυσσέα που τριγύριζε στην περιοχή αναζητώντας τα ίχνη του πατέρα του.
Το κομμάτι αυτό της Οδύσσειας αλλά και η ανακάλυψη του μυκηναϊκού ανακτόρου στη θέση Επάνω Εγκλιανός τοποθετούν την ομηρική Πύλο στη Μεσσηνία, 17 χλμ. βόρεια. από τη σημερινή, την Πύλο των χρόνων της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Η μετανάστευση των Πυλίων
Πύλη φυσική προς τη Δύση, η Πύλος άνθησε ως κεντρικό λιμάνι για το διαμετακομιστικό εμπόριο της μυκηναϊκής επικράτειας με τους σταθμούς της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Το ανάκτορο εκεί πρέπει να κτίστηκε μετά από αυτό της Ιωλκού, αν παρακολουθήσουμε πιστά τη μυθολογία.
Ο Πελίας, λέει, έγινε βασιλιάς της Ιωλκού κι έδιωξε τον αδερφό του Νηλέα, που μετανάστευσε στη Μεσσηνία, έκτισε την Πύλο, παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Ορχομενού κι απόκτησε δώδεκα παιδιά, τα έντεκα από τα οποία σκοτώθηκαν από τον Ηρακλή. Γλύτωσε μόνον ο Νέστορας, που έτυχε να λείπει, όταν έγινε το κακό.
Απ´ όταν χάθηκαν για τους Αχαιούς τα λιμάνια της Δυτικής Μεσογείου, πρέπει να υπήρξε πρόβλημα μεγάλο για την περιοχή. Φυσικό ήταν να στραφούν κι οι Πύλιοι προς τα ανατολικά. Στα βαθιά του γεράματα, ο Νέοτορας δέχτηκε να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας.
Η Τροία έπεσε αλλά η ευρύτερη περιοχή των Ασούβα, στην οποία βρισκόταν, ποτέ δεν κατακτήθηκε από τους Αχαιούς. Ο Νέστορας ευτύχησε να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς προσωπικές απώλειες. Η επικράτεια συνέχισε να ευημερεί για λίγο καιρό ακόμα, καθώς η διάλυση του κράτους των Χετταίων έφερε ένα άμεσο καλό, πριν από την καταστροφή.
Το σίδερο, του οποίου η εξαγωγή απαγορευόταν από τους Χετταίους βασιλιάδες, άρχισε να διαδίδεται σε μεγάλη έκταση. Στην Πελοπόννησο, από τα χρόνια αμέσως μετά τα Τρωικά, έφτιαχναν ,με αυτό εργαλεία και σκεύη, χωρίς να περιμένουν να έρθουν οι Δωριείς να τους διδάξουν.
Η απώλεια των μεσογειακών αγορών (βλ. «Ιστορία της Πελοποννήσου»: Η οικονομική κατάρρευση) είχε επιπτώσεις και στην Πύλο. Η γη αδυνατούσε να θρέψει όλον τον πληθυσμό. Η παράδοση αναφέρει ότι ένας γιος του Νηλέα, ο Μέλανθος, πήρε τους μισούς τουλάχιστο Νηλείδες κι έφυγε για την Αττική. Ο Παυσανίας γράφει ότι ο Μέλανθος ήταν μακρινός απόγονος του Περικλύμενου, αδερφού του Νέστορα και γιου του Νηλέα. Κι ο Παυσανίας μοιάζει πιο σωστός, καθώς η παράδοση θέλει αιτία της μετανάστευσης την εκδίωξη των Νηλειδών από τους Ηρακλείδες, κάτι που έγινε αργότερα όταν η φάλαγγα των Ηρακλειδών έφτασε στη Μεσσηνία, κατεβαίνοντας από την Αρκαδία, με αρχηγό τον Κρεσφόντη. Οι Αχαιοί, κατά την παράδοση, αποσύρθηκαν ειρηνικά και οι νεοφερμένοι κατέλαβαν το κέντρο της πεδιάδας στην οποία κυλά ο Πάμισος.
Όπως και να ´χει το ζήτημα, ο Μέλανθος πήρε όλο του το σόι κι έφυγε στην Αττική, όπου πρόθυμα τους φιλοξένησαν. Πάντα σύμφωνα με τη μυθολογία, σε κάποια μάχη Αθηναίων και Βοιωτών, ο Μέλανθος σκότωσε τον βασιλιά των αντιπάλων Ξάνθο και γλύτωσε την Αττική. Οι κάτοικοί της καταργήσανε τον Θυμοίνη, τελευταίο απόγονο του Θησέα, και προσέφεραν τον θρόνο στον σωτήρα τους. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Κόδρος, τελευταίος βασιλιάς των Αθηναίων, που θυσιάστηκε για να σώσει τη χώρα από τους Δωριείς.
Από τους γιους του Κόδρου, ο ένας έμεινε στην Αθήνα κι έγινε γενάρχης της μισής αθηναϊκής αριστοκρατίας, καθώς ακόμα κι ο σοφός Σόλωνας υπερηφανευόταν ότι κατάγεται από τον Κόδρο. Ο άλλος πήρε τους Πύλιους και κάμποσους Θηβαίους και μετανάστευσε στην Ιωνία.
Στη Λυδία, κοντά στο σημερινό Ντεϊρ Μεντερέ, υπήρχε στα ιστορικά χρόνια η πόλη Κολοφώνα. Εκεί γεννήθηκε, το 632 π.χ., ο μεγάλος ποιητής Μίμνερμος, δημιουργός της ερωτικής ελεγείας. ´Ένα από τα ελάχιστα αποσπάσματα ποιημάτων του, που σώθηκαν, λέει:
«...αιπείαν τε Πύλον Νηλήιον άστυ λιπόντες ιμερτήν Ασίην νηυσίν αφικόμεθα
ες δ´ ερατήν Κολοφώνα βίην υπέροπλον έχοντες εζόμεθ´ αργαλέης ύβριος ηγεμόνες ...».
Με δυο λόγια, οι στίχοι σημαίνουν ότι έφυγαν από την Πύλο κι ήρθαν στη Μ. Ασία. Αυτή είναι και η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία για τη μετανάστευση, αν και ο Μαρινάτος διερωτάται, αν πρόκειται γι´ αυτήν του 120υ αι. π.χ. ή για κάποια κατοπινή.

Ο Α´ Μεσσηνιακός πόλεμος
Πολύ γρήγορα, οι νέοι κάτοικοι της Μεσσηνίας βρέθηκαν στο στο κάστρο των Σπαρτιατών. Στα τέλη του 90υ με 80 π.χ. αιώνα, ο βασιλιάς Τήλεκλος της Σπάρτης έστησε συνωμοσία εναντίον ηγετών της Μεσσηνίας αλλά έπεσε ο ίδιος θύμα της. Η κατάκτηση της Μεσσηνίας αναβλήθηκε. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν όταν πια είχαν θέσει υπό την κατοχή τους ολόκληρη τη Λακωνία (βλ. «Ιστορία της Λακωνίας»: Οι Ηρακλείδες στη Σπάρτη) .´Ήταν γύρω στα μέσα του 80υ π.χ. αιώνα όταν η Σπάρτη ζήτησε κάποιες παραχωρήσεις. Στη Μεσσηνία, τότε, υπήρχαν δυο βασιλιάδες, ο Αντίοχος που ήταν αντίθετος και ο Ανδροκλής που πρότεινε να γίνουν οι παραχωρήσεις. Η διαφωνία οδήγησε σε εμφύλια διαμάχη που έληξε με τον θάνατο του Ανδροκλή. Όταν αργότερα πέθανε και ο Αντίοχος, οι Σπαρτιάτες ετοίμασαν στρατό με μυστικότητα κι επέπεσαν στη Μεσσηνία αιφνιδιαστικά. ´Ηταν το 735 π.Χ. κι άρχιζε ο Α´ Μεσσηνιακός πόλεμος που έμελλε να κρατήσει είκοσι χρόνια.
Οι εισβολείς πήραν τον συνοριακό οικισμό Άμφεια και τον χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για επιδρομές στη μεσσηνιακή πεδιάδα. Τα πρώτα χρόνια πέρασαν με τους Σπαρτιάτες να πραγματοποιούν επιδρομές λεηλασίας και να αποχωρούν. Η πρώτη σοβαρή μάχη ανάμεσα στους δυο στρατούς έγινε στα 732 π.χ. αλλά δεν έκρινε τον πόλεμο. Νέα κατά παράταξη μάχη έγινε το 731 π.χ.. Οι Σπαρτιάτες είχαν μαζί τους συμμάχους και μισθοφόρους αλλά και πάλι δεν υπήρξε νικητής. Οι Μεσσήνιοι όμως αντιμετώπιζαν αποδράσεις δούλων τους που περνούσαν στο σπαρτιατικό στρατόπεδο ενώ τα χωριά τους ήταν εκτεθειμένα στις σπαρτιατικές επιδρομές. Αποφάσισαν να οργανώσουν την άμυνά τους στην οχυρή Ιθώμη.
Η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη για τα επόμενα χρόνια ως το 726 π.χ. με τους Σπαρτιάτες να πραγματοποιούν επιδρομές και τους Μεσσήνιους να αμύνονται. Τη χρονιά εκείνη, σκοτώθηκε ο βασιλιάς των Μεσσηνίων και τον διαδέχτηκε ο Αριστόδημος. Από την ώρα εκείνη κι έπειτα, η μεσσηνιακή τακτική έπαψε να είναι μόνο αμυντική. Σε συνεννόηση με τους Αρκάδες, οι Μεσσήνιοι απαντούσαν στις σπαρτιατικές επιδρομές με δικές τους αντεπιθέσεις και λεηλασία της Λακωνίας.
Μεγάλη μάχη έγινε το 722 π.χ. Σ´ αυτήν, αντιμέτωποι βρέθηκαν ο Μεσσήνιοι με σύμμαχους Αρκάδες, Αργείους και Σικυώνιους και οι Σπαρτιάτες με σύμμαχους Κορίνθιους. Οι Μεσσήνιοι νίκησαν με βαριές απώλειες. Ο σπαρτιατικός κλοιός όμως περιέσφιγγε όλο και πιο πολύ την Ιθώμη. Οι Μεσσήνιοι είχαν φτάσει στα όριά τους. Βλέποντας ότι ήταν αδύνατο οι συμπατριώτες του να αποφύγουν την υποταγή, ο Αριστόδημος αυτοκτόνησε. Οι Μεσσήνιοι, αντί για νέο βασιλιά, εξέλεξαν ένα στρατηγό που σύντομα πέθανε. Η Ιθώμη εγκαταλείφθηκε. Οι υπερασπιστές της σκόρπισαν. Μετά από είκοσι χρόνων προσπάθειες, οι Σπαρτιάτες πήραν ορισμένα τμήματα της μεσσηνιακής Στενύκλαρου και τα χώρισαν σε κλήρους. Ήταν το 715 π.χ. και ο Α´ Μεσσηνιακός πόλεμος είχε λήξει.

B´ και Γ´ Μεσσηνιακοί Πόλεμοι

Η ευκαιρία για ένα ξεσηκωμό εναντίον της Σπάρτης παρουσιάστηκε στους Μεσσήνιους στα 669 π.Χ. Τη χρονιά εκείνη, Σπαρτιάτες και Αργείοι είχαν δώσει τη μάχη των Υσιών στον μεταξύ τους μακροχρόνιο πόλεμο για την κατοχή της Θυρεάτιδας (βλ. «Ιστορία Άργους»: Η πάλη για τη Θυρεάτιδα). Η μάχη είχε λήξει χωρίς νικητή αλλά και οι δυο αντίπαλοι είχαν υποστεί πολύ βαριές απώλειες. Οι Μεσσήνιοι άρπαξαν την ευκαιρία κι επαναστάτησαν. Έτσι, ξεκίνησε ο Β´ Μεσσηνιακός πόλεμος.
Η επανάσταση έδιωξε τους Σπαρτιάτες από τη Στενύκλαρο κι έφερε σε πολύ δύσκολη θέση εκείνους που είχαν κλήρο εκεί. Ο πόλεμος κράτησε χρόνια. Στην αρχή, με επιδρομές των μεν στα μέρη των δε. Μετά, με μάχες κατά παράταξη. Σε μια από αυτές (γύρω στα 667/6 π.χ.), οι Σπαρτιάτες νίκησαν κι ανάγκασαν τους Μεσσήνιους να αποσυρθούν στο βουνό της Ιθώμης. Με αυτό ορμητήριο, συνέχισαν τις επιδρομές εναντίον των Σπαρτιατών. Ήταν η εποχή που ο Σπαρτιάτης ποιητής, Τυρταίος, έγραφε πατριωτικά ποιήματα προσπαθώντας να εξυψώσει το ηθικό των συμπολιτών του καλώντας τους νέους «να πεθάνουν για την πατρίδα».
Είτε χάρη στα ποιήματα του Τυρταίου είτε επειδή ήταν πιο αξιόμαχοι, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να παίρνουν κεφάλι. Στα 659 π.χ., είχαν ήδη ανακτήσει τα πολλά από τα χαμένα εδάφη. Τη χρονιά εκείνη, πήραν μια δυτική αρκαδική πόλη κι απομόνωσαν την Ιθώμη. Στα 657 π.χ., την κατέλαβαν. Ο Β´ Μεσσηνιακός πόλεμος που κράτησε δώδεκα χρόνια, είχε λήξει. Η περιοχή και πάλι χωρίστηκε σε κλήρους αλλά οι Σπαρτιάτες συνάντησαν εστίες αντίστασης στα γύρω μέρη. Τους πήρε Χρόνο ώσπου να τις καταβάλουν. Στα τέλη του αιώνα, οι Μεσσήνιοι και πάλι ξεσηκώθηκαν. Η τελική σπαρτιατική επικράτηση επήλθε μόλις το 600 Π.Χ. Και είχε απλωθεί ως την Πύλο και τη Μεθώνη. Η τελευταία παραχωρήθηκε σε: πρόσφυγες από το Ναύπλιο που έφευγαν την κατάκτηση των Αργείων (βλ. «Ιστορία Ναυπλίου»: Το Άργος και ο γάιδαρος).
Στα επόμενα 150 χρόνια, η Μεσσηνία ήταν δεμένη στο άρμα της Σπάρτης. Ο ξεσηκωμός που έγινε αιτία να ξεκινήσει ο Γ´ Μεσσηνιακός πόλεμος (βλ. «Ιστορία Λακωνίας» Δημιουργώντας εχθρούς), κατέληξε σε νέα νίκη των Σπαρτιατών. ´Ήταν τότε που οι Αθηναίοι παραχώρησαν στους Μεσσήνιους πρόσφυγες τη Ναύπακτο (459πΧ).

Ελευθερία και υποταγή
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, στα 371 π.Χ, η Σπάρτη βρισκόταν σε, πόλεμο με τη Θήβα. Ο Θηβαίος Επαμεινώνδας διέσχιζε την Πελοπόννησο ιδρύοντας πόλεις σε μια προσπάθεια να απομονώσει τη Σπάρτη. Η Μαντινεία ξανακτίστηκε, ενώ οι κάτοικοι 40 οικισμών αποτέλεσαν τον πληθυσμό της Μεγαλόπολης που δημιουργήθηκε τότε. Στα 369 π.Χ, ο Επαμεινώνδας έφτασε στη Μεσσηνία. Ξεσήκωσε τους κατοίκους κι έκτισε τη Μεσσήνη. Την οχύρωσε και την έκανε κέντρο της εξέγερσης εναντίον της Σπάρτης. Οι Μεσσήνιοι έσπευσαν να την κατοικήσουν. Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να την καταλάβουν. Απέτυχαν.
Όταν ο Επαμεινώνδας σκοτώθηκε, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν πάλι να κυριεύσουν τη νέα πόλη. Αργείοι, Αρκάδες και Αθηναίοι βρέθηκαν στο πλευρό των Μεσσηνίων. Στα 355 π.Χ., η Σπάρτη επιτέλους αναγνώρισε την ελευθερία των Μεσσηνίων. Τη κράτησαν, μέσα από πολλές περιπέτειες και καταστροφές, ως 10 191 π.χ., οπότε υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, στην οποία ανήκε η Πελοπόννησος ολόκληρη.
Από τότε, η τύχη της Μεσσηνίας συνδέθηκε με αυτή της υπόλοιπης Πελοποννήσου πέρασε στην κατοχή των Ρωμαίων και, αργότερα, απετέλεσε τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (βλ. «Ιστορία Πελοποννήσου» Στα Χρόνια των Ρωμαίων).
Από τον 80 μ.Χ. αιώνα, οι κάτοικοι της Μεσσηνίας ξεκίνησαν να ιδρύουν παράλιους οικισμούς που εξελίχθηκαν σε νέες πόλεις. Δημιουργήθηκαν η Καλαμάτα, η Αρκαδιά (στην αρχαία Κυπαρισσία), το Ναυαρίνο στην περιοχή της σημερινής Πύλου. Η Μεθώνη και η Κορώνη εξελίχθηκαν σε πανίσχυρα φρούρια.
Ο Γοδεφρείδος Βιλαρδουίνος ξέπεσε στα 1204 στην περιοχή της Μεθώνης. Η σύντομη συνεργασία του με τον Βυζαντινό Ιωάννη Καντακουζηνό τον έπεισε να κυριεύσει τον Μοριά και να στήσει το πριγκιπάτο της Αχαϊας (βλ. «Ιστορία Αχαϊας»: Στήνοντας το πριγκιπάτο). Κράτησε για λογαριασμό του τις βαρονίες της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς και παραχώρησε τη Στενύκλαρο σε κάποιον βαρόνο Λουκά. Τα κάστρα της Κορώνης και της Μεθώνης τα πρόλαβαν οι Βενετσιάνοι. .
Τα κρατούσαν, μαζί με το Ναυαρίνο, όταν οι Φράγκοι αποχώρησαν από τον Μοριά, στον οποίο απλώθηκε το δεσποτάτο του Μυστρά.
Όταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε επτά διαμερίσματα, στη δυτική Μεσσηνία δημιουργήθηκε ο νομός Μεθώνης με πρωτεύουσα την πόλη της Μεθώνης. Περιλαμβάνονταν σ´ αυτόν οι περιοχές Μεθώνης, Ναυαρίνου και Αρκαδιάς όπου είχε την έδρα του ο επίσκοπος. Δημιουργήθηκε ο νομός Κορώνης με την πόλη της Κορώνης πρωτεύουσα και περιοχές του τις Κορώνη, Ανδρούσα (σημερινή Μεσσήνη) και Καλαμάτα.
Η Καλαμάτα ήταν η πρώτη πόλη που ελευθερώθηκε στην Επανάσταση του 1821. Σύντομα, και ολόκληρη η Μεσσηνία εκτός από τα κάστρα της Κορώνης και της Μεθώνης.
Στο δεύτερο ήταν που αποβιβάστηκαν οι αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ, τον Φεβρουάριο του 1825. Νίκησε τους Έλληνες στο Κρεμμύδι, πήρε το Ναυαρίνο και σχημάτισε ασφαλές τρίγωνο με τα τρία φρούρια: Κορώνης, Μεθώνης, Ναυαρίνου. Ο Παπαφλέσσας ήταν αυτός που βγήκε να τον αντιμετωπίσει στο Μανιάκι.

«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θα νικήσω»
Φανατικός, παράφορος, προκλητικός. Και συνάμα παπάς. Αληθινό εκρηκτικό κοκτέιλ, ο Γρηγόριος Φλέσσας - Δικαίος ποτέ δεν έκανε πίσω. Πολύ περισσότερο εκείνη τη στιγμή που είχε αρπάξει τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο απ´ τον λαιμό και με καθόλου Χριστιανικό τρόπο του εξηγούσε πως μόνον αν του τα ξερνούσε όλα υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει από τα χέρια του. Ο Αναγνωστόπουλος κοιτούσε τον Παπαφλέσσα κατά πρόσωπο, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπλοφάριζε ή όχι. Όμως τα μάτια του αρχιμανδρίτη πετούσαν σπίθες, τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει. Σίγουρα κάποιος καλός θεός τον συγκρατούσε ακόμα.
Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον τρελοπαπά. Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Γεννημένος το1788 στην Πολιανή της Μεσσηνίας, είχε σπουδάσει στην καλή σχολή της Δημητσάνας κι είχε γίνει καλόγερος.
Το ράσο δεν κατάφερε να περιορίσει την παραφορά του. Με λυμένο διαρκώς το ζωνάρι για καβγά, δεν ήταν έκπληξη το ότι σκυλόβρισε τον Τούρκο ισχυρό της περιοχής και βρέθηκε να τρέχει κυνηγημένος από ολόκληρο στρατιωτικό απόσπασμα, ώσπου μπήκε σ´ ένα και κι και πέρασε στη Ζάκυνθο. Από εκεί, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρέτησε στο πατριαρχείο κι έγινε αρχιμανδρίτης. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.
Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. ´Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν φάντη μπαστούνι μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.
Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για την οργάνωση. Οι ηγέτες της μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, να δουν τι θα κάνουν. Η σύσκεψη ήταν θυελλώδης. Ο Τσακάλωφ αντιμετώπιζε ακόμα και το ενδεχόμενο της διάλυσης. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1818, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: θα προχωρούσαν.
Στα 1819, στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπήκε κι ο πάμπλουτος και ισχυρός στην περιοχή της Μολδαβίας Γεώργιος Λεβέντης. Στα 1820, η οργάνωση απέκτησε σπουδαίο αρχηγό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Παπαφλέσσας και Λεβέντης κάθισαν κι έφτιαξαν το «σχέδιον γενικόν», ένα πρόγραμμα δράσης για το πώς θα γινόταν η Επανάσταση. Στις 7 Οκτωβρίου του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το ενέκρινε τροποποιημένο: «Ημέρα Χ» ορίστηκε η 25η Μαρτίου του 1821. Όσο ακόμα πολεμούσε ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, ο Υψηλάντης θα επαναστατούσε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο Παπαφλέσσας ανέλαβε τον Μοριά.
Ο αρχιμανδρίτης έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά. Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαϊα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα (βλ. «Ιστορία Αιγίου» Η σύσκεψη στη Βοστίτσα), όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε για πότε είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης. Μετά, έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. ´Έτσι, θα τους είχε δεμένους.
Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον τρελόπαπα στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο παπάς ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.
Το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.
Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Το μεσημέρι, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και 24 ιερείς ευλογούσαν τις σημαίες κι όρκιζαν τους αγωνιστές. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Τον Δεκέμβριο του 1821, βρέθηκε πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου. ´Έμπλεξε με την πολιτική. Η δεύτερη συνέλευση (του Άστρους), το 1823, τον εξέλεξε υπουργό Εξωτερικών. Ο εμφύλιος τον βρήκε στο στοιχείο του.
Έπαιζε και στα δυο ταμπλό κι απέδειξε ότι, εκτός από φλογερός πατριώτης, μπορούσε άνετα να είναι και «φιλόδοξος, φίλαυτος, ταραχοποιός». Πολλοί του καταλογίζουν ότι προσπαθούσε να γυρίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει αυτός ο ηγέτης της χώρας. ´Ήταν μέλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη, με τον Κολοκοτρώνη, τον Ζαϊμη και τον Λόντο στη φυλακή, όταν τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ έκανε απόβαση στη Μεθώνη.
Ο Παπαφλέσσας πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ και ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Οι αριθμοί δεν του βγήκαν. Μόλις και μετά βίας μάζεψε 2.000 μαχητές. Βάδισε εναντίον του εισβολέα και έφτασε πρώτος στο Μανιάκι, κοντά στο Ναυαρίνο. Του φάνηκε καλή τοποθεσία για μάχη. Έβαλε να φτιάξουν πρόχειρες οχυρώσεις και περίμενε τον εχθρό.
Ο αιγυπτιακός στρατός φάνηκε πολυπληθής και φοβερός. Οι οχυρωμένοι τα χρειάστηκαν. ´Εφυγαν οι πολλοί. ´Έμειναν ο Παπαφλέσσας κι άλλοι τριακόσιοι. Ο παπάς είχε γίνει θηρίο. Ανέβηκε σε μια πέτρα κι έβγαλε πύρινο λόγο. Είχαν κότσια και θα νικούσαν!
Η μάχη άναψε στις 20 Μαϊου του 1825. Οι Αιγύπτιοι χιμούσαν κατά κύματα εναντίον των Ελλήνων κι αποκρούονταν. Όμως, όλο και λιγότεροι υπερασπιστές έμεναν μετά από κάθε επίθεση. Κι οι Αιγύπτιοι εξακολουθούσαν να είναι χιλιάδες. Εξακόσιοι από αυτούς κείτονταν νεκροί αλλά ο Ιμπραήμ συνεχώς διέτασσε νέες επιθέσεις. Το σούρουπο, όλοι οι υπερασπιστές ήταν νεκροί.
Ο Ιμπραήμ έβαλε να του βρουν το κουφάρι του αρχηγού. Έστησε τον νεκρό Παπαφλέσσα όρθιο να ακουμπά σ´ ένα δέντρο. Είπαν ότι έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον εχθρό του. Κι ότι, κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο.
Δυο βδομάδες αργότερα, στις 13 Ιουνίου του 1825, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης θα σταματούσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους, στο δρόμο από την Τρίπολη προς το Ναύπλιο. Θα ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη κατά των Αιγυπτίων. .

Ο τριεθνής στόλος σήμανε την απελευθέρωση

Ο Ιμπραήμ συνέχισε τη δράση του στην Πελοπόννησο, στεφανωμένος με την αίγλη του πορθητή του Μεσολογγίου. Όμως, η ηρωική αντίσταση του Μεσολογγίου στην πολιορκία των Τουρκοαιγυπτίων ήταν για τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής ένα γεγονός θαυμαστό. Η παρατεινόμενη άμυνα σκόρπιζε παντού ενθουσιασμό. Οι λαοί πίεζαν τις κυβερνήσεις να βοηθήσουν τους μαχόμενους Έλληνες. Στις 4 Απριλίου του 1826, ο νέος τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Α´ (1796 -1855) υπέγραψε με την Αγγλία το πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Είναι το πρώτο κείμενο, που αναφέρει τη λέξη Ελλάδα στη διεθνή διπλωματία. Τη θεωρούσε αυτοδιοικούμενη χώρα, κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου.
Μετά την ηρωική έξοδο και τις σφαγές που ακολούθησαν στις 10 Απριλίου του 1826, οι πιέσεις προς τις κυβερνήσεις έγιναν πιο έντονες. Υπογραφές με παγκόσμιο κύρος, όπως του Βικτόρ Ουγκό (1802 - 1885), του Φραγκίσκου Ρενέ υποκόμη ντε Σατομπριάν (1768 - 1848) και του Πέτρου ντε Μπερανζέρ (Βερανζέρου, 1780 -1857), έμπαιναν στις εκκλήσεις για βοήθεια στους Έλληνες. Ζητούσαν να απομονωθεί η Αυστρία του Μέτερνιχ και να αναγνωριστεί η Ελλάδα ντε φάκτο. Η άμυνα της ακρόπολης της Αθήνας έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα. Η σημερινή πρωτεύουσα, τότε ακόμη ήταν ένα άσημο χωριουδάκι αλλά για τους ελληνολάτρες διανοούμενους, περισσότερη αξία είχε το ένδοξο παρελθόν της.
Από τη στιγμή που έπεσε το Μεσολόγγι, ο Κιουταχής κι ο Ιμπραήμ βάλθηκαν να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση. Ο Ιμπραήμ ανέλαβε την Πελοπόννησο κι ο Κιουταχής τη Στερεά Ελλάδα. Με 10.000 άνδρες και 26 κανόνια, ο Κιουταχής διέσχισε τη Ρούμελη, έφτασε στις 3 Ιουλίου του 1826 στην Αθήνα και στρατοπέδευσε στα Πατήσια, αρχίζοντας την πολιορκία. Από την Εύβοια, ήρθε ο Ομέρ πασάς που κατέλαβε το λόφο του Φιλοπάππου (11 Ιουλίου) αλλά εκδιώχτηκε με αντεπίθεση του Γκούρα. Όλο τον Ιούλιο, οι Τούρκοι βομβάρδιζαν την πόλη και, στις 3 του Αυγούστου, πήραν με έφοδο τα τείχη της.
Οι Έλληνες οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Δυο μέρες αργότερα, έφτασαν ενισχύσεις με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη και τον Φαβιέρο, που στρατοπέδευσαν στο Χαϊδάρι. Σε οκτάωρη μάχη (6 Αυγούστου), οι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους που προσπάθησαν (8 Αυγούστου) να πάρουν την Ακρόπολη με γενική επίθεση.
Αποκρούστηκαν. Ο Γκούρας σκοτώθηκε (30 Σεπτεμβρίου) αλλά οι Έλληνες κρατούσαν. Στις 29. προς 30 Νοεμβρίου, ενισχύθηκαν και από τον Φαβιέρο, που ανέβηκε στην Ακρόπολη παρά τα καταιγιστικά τουρκικά πυρά.
Κι ενώ ο Κιουταχής βρισκόταν καθηλωμένος στην Αθήνα, ο Καραϊσκάκης διέτρεχε τη Στερεά νικώντας παντού κι αναζωπυρώνοντας την Επανάσταση. Την άνοιξη του 1827, στρατός από 10.000 Έλληνες έφτασε στην Αθήνα για να υποστηρίξει την άμυνα. Έφτασαν με τον Καραϊσκάκη, ενώ αρχηγός του στρατού διορίστηκε ο Άγγλος Τσορτς που προχωρούσε από σφάλμα σε σφάλμα.

Ο Βρετανός ναύαρχος Κόνδριγκτον


Στις 25 Μαϊου του 1827, η Ακρόπολη της Αθήνας παραδόθηκε στους Τούρκους, Σχεδόν την ίδια μέρα, η Γαλλία προσχώρησε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Η πανευρωπαϊκή λαϊκή πίεση απέφερε καρπούς στις 6 Ιουλίου του 1827, Την ημέρα αυτή, υπογράφτηκε η συνθήκη του Λονδίνου ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Αναγνώριζε αυτόνομη Ελλάδα από τη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού και νότια, -κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου.
Το κυριότερο όμως ήταν πως η συνθήκη περιλάμβανε μυστικά άρθρα, που προέβλεπαν την αποστολή τριεθνούς στόλου στην Πελοπόννησο, με εντολή την επιβολή των αποφάσεων, Εκτελεστές της συνθήκης ορίστηκαν οι ναύαρχοι Ερρίκος Δανιήλ Γκοτιέ κόμης Δεριγνύ (1782 -1835) για τη Γαλλία, Εδουάρδος Κόνδριγκτον (1770 - 1851) για την Αγγλία και Λογγίνος Χέυδεν (1772 - 1840) για τη Ρωσία. .
Μη γνωρίζοντας τα μυστικά άρθρα, η Τουρκία απέρριψε τους όρους της συνθήκης. Οι στόλοι των τριών δυνάμεων ανέπλευσαν με προορισμό την Ελλάδα.
Οι τρεις ναύαρχοι έφτασαν με τον στόλο τους στ´ ανοιχτά της Δυτικής Πελοποννήσου. Η Τουρκία έστειλε ενισχύσεις στον Ιμπραήμ που οδήγησε τον στόλο του στο Ναυαρίνο. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος διέθετε 89 πλοία με 2.458 κανόνια και 16.000 άνδρες. Ο τριεθνής, μόλις 27 πλοία με 1.276 κανόνια. .
Στις 8 Οκτωβρίου του 1827, ο τριεθνής στόλος μπήκε στο λιμάνι του Ναυαρίνου. Σκοπός των τριών ναυάρχων ήταν πείσουν τον Ιμπραήμ να σταματήσει τη λεηλασία της Μεσσηνίας. Ο Κόνδριγκτον έστειλε με μια βάρκα μερικούς αξιωματικούς να προτείνουν τρόπο συνάντησης με τον Ιμπραήμ. Όμως, κάποιος Τούρκος πυροβόλησε και σκότωσε τον Έλληνα πλοηγό. Από τη βάρκα κι από τη γαλλική ναυαρχίδα απάντησαν με πυροβολισμούς. Ένα αιγυπτιακό πλοίο ανταπάντησε με κανονιοβολισμούς.
Αναπάντεχα, η ναυμαχία είχε αρχίσει. Κράτησε ώσπου έδυσε ο ήλιος. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τον Ιμπραήμ: είχε χάσει εξήντα πλοία και 6.000 άνδρες. Από τον τριεθνή στόλο, είχαν σκοτωθεί 172 άνδρες. Όμως, όλα τα πλοία του ήταν εκεί, έτοιμα να ξαναρχίσουν ναυμαχία, αν χρειαζόταν. Κι αυτή τη φορά, η αντιστοιχία ήταν 27 πολεμικά του τριεθνούς στόλου έναντι 29 του τουρκοαιγυπτιακού. Δεν χρειάστηκε.
Έναν χρόνο αργότερα 14.000 άνδρες υπό τον Γάλλο στρατηγό Μεζόν έφτασαν στην Πελοπόννησο για να την εκκενώσουν από τους Τουρκοαιγυπτίους. Ο Ιμπραήμ προτίμησε να. εκκενώσει την Πελοπόννησο. Όταν ο Ιωάννης Καποδιστρίας έφτασε στην Ελλάδα, ο Μοριάς ήταν ελεύθερος.

Στάση κατά του Καποδιστρία
Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδιστρίας βρήκε σκληρούς αντίπαλους στα πρόσωπα των μελών της οικογένειας των Μαυρομιχάληδων της Μάνης. Αποτέλεσμα της εχθρότητας που εκδηλώθηκε ανάμεσά τους ήταν η από τον κυβερνήτη απομάκρυνση των Μαυρομιχάληδων από κάθε δημόσια θέση. Η διαμάχη οδήγησε τον Καποδιστρία να θεωρεί τον Πετρόμπεη πηγή κάθε κακού που συνέβαινε στη Μάνη. Για να τελειώνει με την αντιπαλότητα αυτή, έστειλε διοικητή στη Μάνη τον Γενοβέλη που κυριεύτηκε από υπερβάλλοντα ζήλο. Η διοίκηση του Γενοβέλη προκάλεσε τοπική επανάσταση που ξέσπασε το Πάσχα του 1830. Αρχηγός της ήταν ο Τζαννής Μαυρομιχάλης, αδελφός του Πετρόμπεη, ευρύτερα γνωστός ως «βασιλιάς της Μάνης».
Ο Τζαννής προσκλήθηκε στο Ναύπλιο για διαπραγματεύσεις. Πήγε. Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν μαζί με τον γιο του, Κατσάκο. Τον Ιανουάριο του 1831, ο Τζαννής κατάφερε να δραπετεύσει. ´Έφτασε στη Μάνη και αναζωογόνησε την επανάσταση που απλώθηκε στη Μεσσηνία και ως«Μεσσηνίας στάσις» έχει καταγραφεί. Ο Πετρόμπεης φυλακίστηκε κι ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μπήκε κάτω από αστυνομική επιτήρηση. Η Μεσσηνία βρισκόταν ακόμα υπό επαναστατικό καθεστώς, όταν ο Ιωάννης Καποδιστρίας δολοφονήθηκε. Τα πνεύματα ηρέμησαν μετά την άφιξη του βασιλιά Όθωνα.

Η Μεσσηνιακή επανάσταση
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βαυαρικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την άφιξη του Όθωνα.
Ήταν Ιούλιος του 1834, όταν στη Μεσσηνία ξέσπασε επανάσταση με αιτήματα την αποφυλάκιση των αγωνιστών και την παραχώρηση συντάγματος. Επικεφαλής της επανάστασης ήταν ο Μητροπέτροβας κι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, κι οι δυο μέχρι θανάτου πιστοί στον Κολοκοτρώνη.
Ο Πέτροβας Μήτρος, γνωστός με το παρατσούκλι Μητροπέτροβας, γεννήθηκε στη Γαράτζα Μεσσηνίας κι ήταν σύγχρονος με τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου. Στη μάχη του Βαλτετσίου διακρίθηκε για τη σκοπευτική του δεινότητα και θεωρήθηκε από τους βασικούς συντελεστές της νίκης. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθακόπουλος) τον θεωρούσε «Το καλύτερο τουφέκι της Μεσσηνίας». Μετείχε και στην πολιορκία της Τρίπολης κι εκτελούσε τυφλά τις εντολές του Κολοκοτρώνη. Στα 1825, βρέθηκε μαζί του, φυλακισμένος στην Ύδρα. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία που δόθηκε, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε την επανάσταση και, παρά την ηλικία του, έσπευσε να πολεμήσει τον εισβολέα.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν οπλαρχηγός από το Ψάρι της Τριφυλίας, γαμπρός του Μητροπέτροβα. Μετά το πάρσιμο της Τρίπολης, οργάνωσε δικό του επαναστατικό σώμα. Ως πιστός οπαδός του Κολοκοτρώνη, φυλακίστηκε κι αυτός στην Ύδρα. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία για να πολεμήσει κατά του Ιμπραήμ. Επί Καποδιστρία, ήταν«πεντακοσίαρχος» (διοικητής σώματος πεντακοσίων ανδρών).
Όταν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο, ο Μητροπέτροβας και ο Γκρίτζαλης οργάνωσαν τον ξεσηκωμό, ενώ στη Μάνη προκλήθηκαν ταραχές και με αιτία την απόφαση των Βαυαρών να αφοπλίσουν 800 πύργους.
Οι Μανιάτες ησύχασαν όταν τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο για πλήρη αφοπλισμό. Στη Μεσσηνία όμως, στις 29 Ιουλίου του 1834, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και οι οπλαρχηγοί Γιώργος Μεγάλης, Κωνσταντίνος Μέλιος, Αντώνιος Ντάρας, Αναγνώστης Σαμπρής, Αντώνιος Συράκος, οι Μπουντουραίοι, οι Πιπιλαίοι και άλλοι, μαζί με τους άνδρες τους, κατέλαβαν την Κυπαρισσία και συνέλαβαν τις αρχές της πόλης.
Την ίδια μέρα, 29 Ιουλίου 1834, ο Μητροπέτροβας και οι δικοί του έσπευσαν να ενισχύσουν τον Αναστάσιο Τζαμαλή που μαχόταν εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων στον δρόμο για τη Μεσσήνη. Οι κυβερνητικοί υποχώρησαν στη Μεσσήνη όπου τους ακολούθησαν οι Μητροπέτροβας και Τζαμαλής.
Οι επαναστάτες πήραν την πόλη. Η επανάσταση επεκτάθηκε στην Ανδρίτσαινα, τη Γορτυνία, τη Δημητσάνα και σε άλλες περιοχές της Αρκαδίας.
Στις 16 Αυγούστου του 1834, η κυβέρνηση Κωλέττη κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο.
Ο Βαυαρός στρατηγός Χρ. Σμαλτς μπήκε αρχηγός των κυβερνητικών δυνάμεων. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίματων μαχητών της, έπειτα από σειρά μαχών, στις οποίες οι επαναστάτες νικήθηκαν. Αμέσως στήθηκε το «Κατά την Μεσσηνίαν και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον».
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και ο Αναστάσιος Τζαμαλής καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν. Σε θάνατο καταδικάστηκε και ο γέρο Μητροπέτροβας αλλά ο Όθωνας μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε στις 25 Μαρτίου του 1835. Αποσύρθηκε στο χωριό του, Γαράτζα. Είχε περάσει τα εκατό, όταν πέθανε στις 12 Μαρτίου του 1838.
Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας αμνηστεύτηκαν.
Πηγή: "Πατριδογνωσία"
ΑΠΟ http://www.messinia-guide.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: