Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά αποφάσισαν να φύγουν μακρυά σε άλλες
χώρες για να κάνουν μεγάλα κατορθώματα, να δοξαστούν και να γίνουν κι εκείνοι βασιλιάδες όπως ο πατέρας τους.Έτσι, έφυγαν και ταξίδεψαν για καιρό σε διάφορες χώρες. Μα δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα! Το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει ήταν να γυρίσουν ξανά στην πατρίδα, αλλά αυτό δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν. Και έτσι συνέχισαν να γυρνάνε από εδώ και απο εκεί.
Ο τρίτος και μικρότερος γιος του βασιλιά, ο Γουίτλινγκ, είχε μείνει πίσω με τον πατέρα του. Ο καιρός περνούσε και τα αδέρφια του δε γύριζαν. Έτσι ο Γουίτλινγκ αποφάσισε να πάει να τα βρει.
Μέρες και μήνες ταξίδευε και ύστερα από πολλούς κόπους και περιπέτειες, ο Γουίτλινγκ βρήκε επιτέλους τα αδέλφια του. Όταν τους είπε πως αυτός θα έκανε σπουδαία πράγματα στη ζωή του και θα είχε μεγάλες επιτυχίες, εκείνοι γέλασαν κοροϊδευτικά με την αφέλειά του. Πώς μπορούσε να πετύχει αυτός, αφού εκείνοι, πολύ περισσότερο έξυπνοι, δεν πέτυχαν τίποτα;
Ωστόσο, ξεκίνησαν και οι τρεις μαζί. Στο δρόμο βρήκαν μια μυρμηγκοφωλιά. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί θέλησαν να χαλάσουν τη φωλιά για να διασκεδάσουν με τα μυρμήγκια που θα σκορπίζονταν τρομαγμένα και θα προσπαθούσαν να μεταφέρουν τα αυγά τους.
Αλλά ο Γουίτλινγκ τους εμπόδισε:
- Αφήστε ήσυχα αυτά τα μικρά πλάσματα του Θεού. Τι σας έκαναν; Δεν ντρέπεστε; Τόσο σκληρόκαρδοι είστε;
Προχώρησαν στο δρόμο τους και ύστερα από ώρα πολλή έφτασαν σε μια λίμνη. Μέσα στα νερά της κολυμπούσαν χαρούμενες κάμποσες πάπιες. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια θέλησαν να πιάσουν ένα ζευγάρι και να τις μαγειρέψουν. Μα και πάλι ο Γουίτλινγκ τους εμπόδισε.
- Αφήστε τις πάπιες ήσυχες, τους είπε. Τι κακό σας έκαναν;
Ξεκίνησαν πάλι, περπάτησαν κάμποσες ώρες και κάποια στιγμή κάθισαν να ξεκουραστούν κάτω από ένα δέντρο. Όπως σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά είδαν μια μελισσοφωλιά πάνω στο δέντρο. Ήταν τόσο το μέλι που ξεχείλιζε και κυλούσε στον κορμό του.
Οι δυο μεγαλύτεροι αδερφοί δεν άντεξαν στον πειρασμό. Πρότειναν να ανάψουν φωτιά στη ρίζα του δέντρου, να πνίξουν τις μέλισσες με τον καπνό και να τις κάνουν να σκορπιστούν! Τότε θα μπορούσαν να πάρουν το μέλι χωρίς κίνδυνο.
Αλλά ο Γουίτλινγκ τους εμπόδισε πάλι:
- Αφήστε τα φτωχά αυτά πλάσματα ήσυχα. Δε μας έκαναν κανένα κακό. Θέλουν κι αυτά να ζήσουν.
Τα τρία αδέλφια συνέχισαν πάλι το περπάτημα και στο τέλος έφτασαν μπροστά σε ένα μεγάλο πύργο.
Στάθηκαν μπροστά στον πύργο και τον κοίταζαν, όμως πρόσεξαν πως κάτι παράξενο είχε συμβεί. Στους στάβλους υπήρχαν πολλά άλογα, αλλά ήταν όλα πέτρινα. Ο πύργος ήταν μαγεμένος! Τα πάντα μέσα του είχαν μετατραπεί σε πέτρα!
Τα αδέλφια μπήκαν στον πύργο, πέρασαν πολλά δωμάτια άδεια ώσπου έφτασαν σε μια πόρτα τριπλοκλειδωμένη. Στην μέση της πόρτας ήταν ένα μικρό άνοιγμα. Από το άνοιγμα αυτό κοίταξαν μέσα στο δωμάτιο και είδαν να κάθεται κοντά σ’ ένα τραπέζι ένας ανθρωπάκος με γκρίζα μαλλιά.
Του μίλησαν μα εκείνος δεν τους άκουσε. Του ξαναμίλησαν και πάλι δεν έδωσε απάντηση. Την τρίτη όμως φορά ο ανθρωπάκος σηκώθηκε, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω. Χωρίς να τους πει λέξη, τους οδήγησε σε μια τεράστια αίθουσα. Εκεί ήταν στρωμένο ένα μεγάλο και πολύ πλούσιο τραπέζι με κάθε λογής ωραία φαγητά και ποτά. Κάθισαν, έφαγαν και ήπιαν, και μετά ο ανθρωπάκος τους έδειξε τα υπνοδωμάτιά τους.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο γκριζομάλλης ανθρωπάκος πήγε στον μεγαλύτερο αδερφό του έγνεψε να τον ακολουθήσει και τον έφερε κοντά σ’ ένα πέτρινο τραπέζι. Στο τραπέζι αυτό ήταν χαραγμένες τρεις οδηγίες που εξηγούσαν με ποιον τρόπο ο μαγεμένος εκείνος πύργος θα ελευθερωνόταν από τα μάγια.
Η πρώτη οδηγία έλεγε πως μέσα στο δάσος, κάτω από τα αγριόχορτα, ήταν σκορπισμένα τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Ήταν χίλια μεγάλα και μικρά μαργαριτάρια και έπρεπε να βρεθούν και να συγκεντρωθούν όλα. Αυτός που θα αποφάσιζε να τα φέρει πίσω, θα έπρεπε να τα μαζέψει όλα πριν ο ήλιος δύσει και πέσει το σκοτάδι. Αν έλειπε έστω και ένα μαργαριτάρι, τότε θα μεταμορφωνόταν και ο ίδιος σε πέτρα.
Ο μεγαλύτερος αδερφός αποφάσισε να μαζέψει τα μαργαριτάρια της βασίλισσας και βγήκε αμέσως στο δάσος. Έψαξε όλη μέρα μα ως το βράδυ δεν μπόρεσε να βρει παρά μόνο εκατό μαργαριτάρια. Στενοχωρημένος γύρισε πίσω στον πύργο και μόλις μπήκε μέσα, μεταμορφώθηκε σε πέτρα. Οπως ήταν χαραγμένο στο πέτρινο τραπέζι, έτσι κι έγινε.
Ο δεύτερος αδερφός, μόλις το είδε αυτό, αποφάσισε να ριψοκινδυνέψει κι αυτός. Έψαξε όλη τη μέρα για τα μαργαριτάρια στο δάδος, αλλά ως το βράδυ δεν κατάφερε να μαζέψει παρά μόνο διακόσια μαργαριτάρια. Έτσι έγιναν τα μαγικά και μεταμορφώθηκε κι αυτός σε πέτρα.
Την επόμενη μέρα ήρθε και η σειρά του Γουίτλινγκ. Βλέποντας το κακό που συνέβη στα αδέρφια του, ο Γουίτλινγκ πήγε αποφασισμένος να ψάξει στα αγριόχορτα και να βρει όλα τα μαργαριτάρια για να λύσει τα μάγια. Ρίχτηκε με τα μούτρα να ψάχνει μέσα στα αγριόχορτα. Μα η δουλειά δεν προχωρούσε και γρήγορα απογοητεύτηκε. Με βαριά καρδιά, κάθισε σε μια πέτρα και τα δάκρια κυλούσαν από τα μάτια του.
Καθώς έκλαιγε απελπισμένος, είδε στο χώμα εμπρός στα πόδια του χιλιάδες μυρμήγκια μαζί με το βασιλιά τους. Ήταν εκείνα που τους γλίτωσε τη ζωή τους. Έρχονταν τώρα να του ανταποδώσουν το καλό που τους έκανε! Μέσα σε λίγη ώρα τα μικρά ζωάκια μάζεψαν όλα τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Έτσι Έτσι, ο καλόκαρδος Γουίτλινγκ γύρισε πίσω στον πύργο πανευτυχής και έχοντας πραγματοποιήσει την πρώτη οδηγία.
Η δεύτερη οδηγία, που ήταν χαραγμένη στο πέτρινο τραπέζι, έλεγε πως έπρεπε να βγάλουν από τη λίμνη το κλειδί που ταίριαζε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας που κοιμόταν η μικρότερη βασιλοπούλα.
Όταν ο Γουίτλινγκ πλησίασε στη λίμνη, οι πάπιες, που τους είχε σώσει τη ζωή, τον χαιρέτησαν, βούτηξαν βαθιά και του έφεραν το κλειδί που ζητούσε!
Η τρίτη οδηγία, η χαραγμένη στο πέτρινο τραπέζι, ήταν η πιο δύσκολη απ’ όλες. Έπρεπε να βρεθεί η πιο μικρή και πιο όμορφη από τις τρεις βασιλοπούλες. Ήταν και οι τρεις βυθισμένες σε βαρύ ύπνο και έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους. Κανείς δε μπορούσε να τη αναγνωρίσει τη μικρή βασιλοπούλα. Μόνο από ένα πράγμα μπορούσε να μαντέψει. Πριν να κοιμηθούν η μεγαλύτερη είχε φάει ένα κομμάτι ζάχαρη, η δεύτερη λίγο σιρόπι και η τρίτη και μικρότερη ένα κουταλάκι μέλι. Πώς να ανακαλύψει ο καημένος ο Γουίτλινγκ ποια ήταν η μικρή βασιλοπούλα που είχε φάει το κουταλάκι το μέλι;
Με βαριά καρδιά κοίταζε ο Γουίτλινγκ τις τρεις βασιλοπούλες. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τη στιγμή εκείνη όμως, είδε μια μέλισσα. Ήταν η βασίλισσα της μελισσοφωλιάς που είχε γλιτώσει ο καλόκαρδος Γουίτλινγκ από τα αδέρφια του. Η βασίλισσα-μέλισσα ερχόταν να τον βοηθήσει! Πέταξε στις τρεις βασιλοπούλες, έκανε μερικούς γύρους πάνω από τα χείλη τους και στάθηκε απαλά στο μέτωπο της τρίτης βασιλοπούλας.
Έτσι ο Γουίτλινγκ κατάλαβε ποια κοπέλα έπρεπε να διαλέξει από τις τρεις.
Την πλησίασε και μόλις την άγγιξε, τα μάγια λύθηκαν ευθύς. Όλοι στο μαγεμένο πύργο ξύπνησαν από τον πέτρινο ύπνο τους και ξαναζωντάνεψαν.
Ο Γουίτλινγκ παντρεύτηκε τη μικρότερη και πιο όμορφη από τις τρεις βασιλοπούλες. Όταν πέθανε ο πατέρας του, έγινε αυτός βασιλιάς και μάλιστα ο πιο μεγάλος και τρανός! Όσο για τα δύο αδέρφια του, εκείνοι παντρεύτηκαν τις δυο μεγαλύτερες αδερφές της βασιλοπούλας. Και έτσι έζησαν όλοι τους ειρηνικά και ευτυχισμένοι, χάρη στην καλή καρδιά του Γουίτλινγκ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου