Το έπιπλο-εργαλείο, που δεν έλειπε οπό κανένα σπίτι ισόγειο ή ανώγειο, ήταν ο αργαλειός.
Ο αργαλειός ήταν τοποθετημένος στην άκρη του δωματίου-σπιτιού ή σ´ ένα
κατώι καλά φωτιζόμενος και σ´ αυτόν οι γυναίκες του σπιτιού περνούσαν
πολλές ώρες υφαίνοντας όλα τα ρούχα. Τα ρούχα που φορούσαν, τα ρούχα που
έστρωναν κάτω στο πάτωμα, τα ρούχα που σκεπάζονταν (στρωσίδια και
σκεπάσματα). Οι παλιότεροι θυμούνται καλύτερα τη χρήση και την
ονοματολογία του αργαλειού. Για αυτό το εργαλείο, που έφτασε σε μας απ´
τα ομηρικά κι ακόμα παλιότερα χρόνια, σε μια παράδοση αιώνων κι έντυσε
γενιές και γενιές, έλεγαν το τετράστιχο:
Το κέντημα είναι γλέντημα,
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Και πράγματι έτσι είναι, αφού θέλει την υφάντρα συνεχώς να
προσπαθεί και να ασχολείται με αυτόν πολλές ώρες. Ο αργαλειός, καμωμένος
τις περισσότερες φορές από γερά και βαριά ξύλα δέντρου (δρυός) ή
καρυδιάς, είχε τα έξης εξαρτήματα: Τέσσερα όρθια ξύλα, ισομεγέθη, που
συνδέονταν και με άλλα, με ειδικούς όρμούς. Δύο «αντί»: στο ένα
τυλιγόταν το στημόνι και στ´ άλλο το υφάδι. Πέντε χτένια, όπως
περιγράφονται παρακάτω. Δύο πατήθρες. Δύο υφαντά απολυτά. Τέσσερα
αδίμιτα (τέσσερα μιτάρια), τροχαλίες, σαΐτες, ένα επί πλέον «αντί», το
κάθισμα και τις συνδετήρες.
Σε πολλά χωριά χτυπάνε ακόμα οι αργαλειοί. Για τη λειτουργία τους
χρειάζονται δύο πράγματα: το υφάδι και το στημόνι. Πρώτα θα ετοιμαστεί
το υφάδι. Τα μαλλιά θα πλυθούν, θα περαστούν στα λανάρια (ξύλινα
εργαλεία, πάνω στα οποία έχουν μπηχτεί μυτερά σίδερα. Σε αυτά
λαναρίζονται τα μαλλιά, τρίβονται και γίνονται απαλά και κατάλληλα για
τη ρόκα. Ύστερα θα γνεστούν στη ρόκα, θα γίνουν γνέμα (νήμα) πού θα
μαζευτεί σε δρούγες ή βάντες, δηλαδή κουβάρια.
Το γνέμα (νήμα) στηριγμένο σ´ απαλές κούκλες βάφεται μ´ αγοραστά
χρώματα ή και με φυσικές βαφές, από φλούδες δέντρου και καρυδιάς (χρώμα
καφέ), φύλλα ευκαλύπτου (χρώμα μπεζ), με ζουμί φλούδας σκλήθρου (μαύρο
χρώμα) κ.λ.π. Το γνέμα αυτό περασμένο στις σαΐτες θα δώσει τα σχέδια στο
υφαντό, καθώς θα ξετυλίγεται σιγά-σιγά απ´ τα μασούρια. Το στημόνι
πρώτα διασιδώνεται, δηλαδή τα νήματα παίρνουν την κατεύθυνση που
χρειάζονται για την ύφανση, γίνεται δηλαδή διασίδι και μετριέται με τις
οργιές: έξι οργιές για κοκκιαστή, έξι και για την καραμελωτή, δέκα
οργιές για φουσκοβέλεντζα κ.λ.π. Μετά το μέτρημα σχηματίζονται δεμάτια
με εικοσιπέντε κλωστές. Με την τυλίχτρα, το στημόνι τυλιγόταν στ´ «αντί»
κι ύστερα το περνούσαν στον αργαλειό και το πρόσδεναν σ´ ένα δεύτερο,
αφού πρώτα περνούσαν οι κλωστές μέσα από τα χτένια.
Για τη σταύρωση του στημονιού υπάρχουν τα καλαμίδια. Με το
διαδοχικό πάτημα στις πατήθρες το στημόνι ανοίγει το «στόμα» και περνάει
η σαΐτα. Το υφάδι κανονίζει την ούγια, ενώ το στημόνι κανονίζει το
πλάτος του υφαντού. Τέλος, το ξυλόχτενο με δυνατή πίεση σφίγγει τις
κλωστές και το υφάδι-ύφασμα τυλίγεται στ´ αντί, που κι αυτό με τη σειρά
του περιστρέφεται με ένα μοχλό, που μπαίνει στις τέσσερις τρύπες του.
Η δουλειά στον αργαλειό ήθελε προσοχή, υπομονή και πρώτα απ’ όλα
επιμονή. Ειδικά όταν το υφαντό είχε σχέδια και η νοικοκυρά έπρεπε να
υφάνει κάμπους και χράδια, δηλαδή κενά διαστήματα και χρωματιστές
γραμμές σχέδια. Αν το υφαντό ήταν «παντανία», θα κρεμούσαν απ´ τις
τροχαλίες το πυκνόχτενο. Αν το υφαντό ήταν «κουκκιαστή», θα κρεμούσαν
απ´ τις τροχαλίες το κοκκινόχτενο. Αν θα ύφαιναν «καραμελωτή», θα έβαζαν
το πανόχτενο. Αν το υφαντό ήταν «φουσκοβέλεντζα», «τσεργοπούλα» ή
«τσουκνιά» - υφάσματα με τα οποία έφτιαχναν ρούχα για ντύσιμο, τότε το
χτένι ήταν δίμιτο.
Παλιότερα, που ύφαιναν στον αργαλειό κάπες και καπότια,
μεταχειρίζονταν το απολυτό χτένι, δηλαδή εκείνο με τα αραιά δόντια, που
άφηνε πιο ελεύθερο το πέρασμα στο γνέμα.
Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι όλα τα υφαντά, τ´ αναγκαία
για το σπίτι και τους ανθρώπους του, τα ύφαιναν στον αργαλειό οι
γυναίκες του σπιτιού, που μάθαιναν τη χρήση και τα μυστικά του οπό
γιαγιά, μάνα κι αδερφάδες. Από τις ίδιες πηγές μάθαιναν να παρατηρούν τα
σχέδια των φύλλων στα δέντρα και των λουλουδιών στα χωράφια και να τα
μεταφέρουν μαζί με τα χρώματά τους πάνω στα υφαντά.
Υφαντά με στημόνι πάνινο και υφάδι από μαλλί γίδας ήταν: κάπες, καπότια, σακιά, τριχιές, σακάκια.
Υφαντά με υφάδι από μαλλί πρόβειο ήταν: τσέργες, τσεργοπούλες,
φλοκάτες, φουσκοβέλεντζες, κοκκιαστές, καραμελωτές, παντανίες και ρούχα
φορητά, τα λεγόμενα «τσουκνιά».
Τα σεντόνια, οι κουρελούδες και τα «καρπίδια» είχαν στριφτό γνέμα, για να γίνονται γερά και χοντρά για σκέπασμα.
Το καρπίδι ήταν η «καμηλό» κουβέρτα της παλιάς εποχής, ανώτερη κι απ´ το πάπλωμα.
Μετά τον αργαλειό, τα ρούχα πήγαιναν στα μαντάμια και τις
ντριστήλες. Κοντά στους νερόμυλους, υπήρχαν βαθιές γούρνες σαν κάδες,
που γέμιζαν από το μυλαύλακο. Το νερό ξεχειλίζοντας εκεί έφευγε σ´ άλλο
αυλάκι. Έτσι δημιουργούσε μία δίνη, ένα συνεχές περιστροφικό ρεύμα
νερού, ένα κλωθογύρισμα. Αυτή ήταν η ντριστήλα (νεροτριβή).
Σε αυτό τον υδάτινο στρόβιλο πέταγαν ακόμα τα «σκουτιά» και τις
βελέντζες, που με το συνεχές γύρισμα φούσκωναν και γίνονταν αφράτες.
Μετά τη ντριστήλα τα ρούχα πήγαιναν στα μαντάμια. Τα μαντάμια
ήταν δύο πλατιά ξύλα, ως δύο μέτρα μακριά, που έκαναν μία παλινδρομική
κίνηση με τη βοήθεια μιας φτερωτής, που κινούσε το νερό πέφτοντας από
ψηλά. Εδώ τα ρούχα δέχονταν επανωτά χτυπήματα, έτσι ώστε γίνονταν στο
τέλος μαλακά, απαλά. Ο γίκος πλουτιζόταν με νέα κι όμορφα έργα του
αργαλειού και της υπομονής.
Οι ονομαστότερες νεροτριβές της επαρχίας μας ήταν αυτές του
Καλλίου, προτού το γραφικό αυτό χωριό κατακλυστεί άπ´ τα νερά της λίμνης
του Μόρνου. Όποιος όμως θέλει να δει πώς λειτουργούν οι νεροτριβές, ας
επισκεφτεί τα Πλατέικα, στην είσοδο της Δωρίδας από τη Ναύπακτο.
ΑΠΟ http://www.fokidanet.com/?action=cmsshow&cid=51&id=12&mid=47,51 |
1 σχόλιο:
ΚΑΤΙ ΕΓΙΝΕ, ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΙ. ΠΑΝΤΩΣ ΤΩΡΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ.....
Δημοσίευση σχολίου