Στον πάγκο
του στη λαϊκή βιολογική αγορά της Καλαμάτας τον συνάντησα. Νωρίτερα,
είχα διαβάσει ένα άρθρο – πρόσκληση που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό
της εναλλακτικής κοινότητας «Πελίτι», καλώντας όσους πιστεύουν σε ένα
διαφορετικό τρόπο ζωής και καλλιέργειας, όσους βρίσκουν δύναμη και
δυνατότητες στο μοντέλο της οικοκοινότητας και των συνεταιρισμών
παραγωγών, να ζήσουν στο χτήμα του, να μοιραστούν και να προσφέρουν. Ο
Παναγιώτης Αρβανίτης μού μίλησε με πάθος και απλότητα για τις
βιοκαλλιέργειες, στις οποίες έχει αφιερώσει τη ζωή του.
Μεγάλωσε στο χωριό Δάφνη, στα σύνορα Αρκαδίας – Αχαΐας. «Αγρότες ήταν οι γονείς μου, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου όλοι μαζί καλλιεργούσαμε τη γη», λέει.
Τότε κατέβηκε στην Αθήνα. «Ποτέ δε συνήθισα και ούτε πίστευα ότι θα μείνω εκεί».
«Με τον αδελφό μου πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί μάθαμε για πρώτη φορά, όταν πήγαμε στη λαϊκή να ψωνίσουμε, ότι υπάρχουν φρούτα και λαχανικά χωρίς νοστιμιά. Ξέραμε μέχρι τότε ότι όλα από το περιβόλι μας ήταν νόστιμα. Λιγοστά, αλλά νόστιμα. Στην Αθήνα μάθαμε ότι υπάρχουν άνοστα φρούτα και λαχανικά, ντομάτες και το χειμώνα και άλλα που δεν τα είχαμε δει ποτέ στη ζωή μας. Βλέπαμε κάποια μαγαζιά στους δρόμους της Αθήνας, με τον προκλητικό τίτλο Υγιεινές Τροφές. Το διάβαζες και έλεγες: Αν αυτά πουλάνε υγιεινές τροφές, οι άλλες τι είναι, ανθυγιεινές; Το ’89 αγοράσαμε ένα κτήμα κοντά στην Αθήνα. Εκεί αρχίσαμε να καλλιεργούμε και να θυμόμαστε πάλι τις παλιές γεύσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίσαμε να ασχολούμαστε επαγγελματικά με τη βιοκαλλιέργεια. Τότε ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα.
Τεχνογνωσία δεν υπήρχε. Ενστικτώδεις ήταν οι γνώσεις μας τις περισσότερες φορές και από αυτά που μάθαμε από τους γονείς μας. Η φύση, όμως, σε διδάσκει. Σιγά σιγά βρήκαμε το βηματισμό μας. Γνωρίσαμε τον οργανισμό πιστοποίησης της ΔΗΩ, πιστοποιηθήκαμε, ήμασταν ελάχιστοι παραγωγοί τότε. Γνωρίσαμε ανθρώπους που είχαν γνώση, κυρίως από το εξωτερικό. Ταξίδεψα στις κοινότητες των Τσιάπας στο Μεξικό, είδα οικοκοινότητες στη Βενεζουέλα, στην Κολομβία, πήγα σε οικοκοινότητες στην Ευρώπη. Αποφάσισα να επιστρέψω στις ρίζες.
Έφτιαξα το πατρικό σπίτι στη Δάφνη και ξεκίνησα τις καλλιέργειες. Όταν ένας άνθρωπος έχει εξασφαλίσει την τροφή του και τη στέγη, αυτομάτως έχει πιο λίγα έξοδα, το βιοτικό του επίπεδο ανεβαίνει. Είναι πιο ελεύθερος από το κοινωνικό σύστημα και δεν εξαρτάται από το μισθό του και μόνο. Στο χωριό, με μία ώρα εργασία στο κήπο, μπορούμε να έχουμε όλη την καθημερινή διατροφή της οικογένειας. Αν όλοι μπορούσαμε να κλέψουμε μια ώρα από την τηλεόραση ή το καφενείο ή τον υπολογιστή, θα εξασφαλίζαμε τη διατροφή μας, θα ξέραμε τι τρώμε και θα είχαμε επαφή με τη φύση. Η φύση είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η ψυχική υγεία είναι αναμφισβήτητη. Και το σημαντικότερο: Εξαρτάσαι λιγότερο από το σύστημα, από την αγορά.
Πολλά από τα προϊόντα μας σήμερα, όπως το αγγουράκι, το κολοκυθάκι, το φασόλι, τα αφήνουμε στην τύχη τους, χωρίς σκευάσματα. Έχω τη αμειψισπορά –την εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι- σαν λύση και τη ζωική λίπανση. Άλλες φορές χρησιμοποιούμε φυσικά σκευάσματα από βότανα, όπως είναι ο φλόμος, η τσουκνίδα, το πολυκόπι, και αλλού αυτά που έχει εγκρίνει ο πιστοποιητικός οργανισμός. Η βιολογική καλλιέργεια έχει προχωρήσει. Αυτή τη στιγμή έχουμε μερικές χιλιάδες παραγωγούς στην Ελλάδα. Το ποσοστό της γης που καλλιεργείται βιολογικά δεν είναι μεγάλο, είναι το 2%-3%, πιστοποιημένο. Υπάρχουν βέβαια πολλοί άνθρωποι που καλλιεργούν τη γη τους βιολογικά, για την οικογένεια και τους φίλους τους, χωρίς πιστοποίηση. Εύχομαι ο νόμος που πέρασε στην Αμερική, η κατάργηση του λαχανόκηπου, να μην περάσει στην Ελλάδα. Το πιστεύω ότι δε θα περάσει. Ο Έλληνας δε θα υποταχθεί σε αυτή τη βαρβαρότητα, να μην έχει το δικαίωμα να καλλιεργεί τον κήπο του.
Ο κόσμος δεν προτιμάει πολύ τα βιολογικά προϊόντα για το λόγο, κυρίως, ότι δεν έχει πειστεί. Πιστεύει ακόμη ότι και με τα άλλα που θα φάει δε θα πάθει τίποτα. Όπως και με το τσιγάρο. Ενώ το πακέτο γράφει ότι προκαλεί καρκίνο, ενώ μπορεί να έχουμε χάσει ανθρώπους δικούς μας από το τσιγάρο, λέμε δε βαριέσαι, δε θα πάθουμε τίποτα εμείς.
Το να παράγεις στο χωριό προϊόντα σαν κύριο επάγγελμα είναι δύσκολο. Το κεφάλαιο που διαθέτουμε εμείς για να βγάλουμε ένα μεροκάματο είναι αρκετά μεγάλο, πάνω από 200.000 – 400.000 ευρώ σε τρακτέρ, σε γη, σε παρελκόμενα. Κάποιος που θα φύγει από την Αθήνα, ακόμη κι αν μάθει τη δουλειά, δεν έχει αυτά τα χρήματα. Το σύστημα δεν τον βοηθάει. Η ελληνική αγροτική οικονομία παρουσιάζει και μια άλλη πρωτοφανή ιδιαιτερότητα. Κανένας Έλληνας δε δουλεύει σαν εργάτης γης σε άλλον Έλληνα. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στα χτήματα είναι αποκλειστικά μετανάστες.
Εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε κάποιους πολίτες και καλλιεργητές το κίνημα του εθελοντισμού. Εγώ έχω προχωρήσει παραπέρα από τη γνωστή βιοκαλλιέργεια. Η πραγματική βιοκαλλιέργεια είναι επανάσταση. Ελάχιστοι κάνουν πραγματική βιοκαλλιέργεια, με την έννοια ότι ελάχιστοι ξεχωρίζουμε στο σπίτι μας τα οργανικά υπόλοιπα, για να χρησιμοποιήσουμε στο χτήμα μας. Ελάχιστοι έχουμε ζώα παράλληλα με τα κηπευτικά, ώστε ένα κτήμα να μπορεί να είναι ολοκληρωμένο. Ελάχιστοι είμαστε ολιγαρκείς. Συνεχίζουμε να καταναλώνουμε. Είμαστε σπάταλοι. Ελάχιστοι χρησιμοποιούμε απορρυπαντικά φιλικά προς το περιβάλλον. Η αυθεντική βιοκαλλιέργεια έχει σταματήσει. Όταν ξεκινήσαμε, ήμασταν άτομα που το κάναμε από μεράκι, από ιδεολογία, θέλαμε να φάει ο κόσμος καθαρά προϊόντα. Σιγά σιγά ήρθαν άτομα που δουλεύουν μόνο για να κονομήσουν. Βγάζουν προϊόντα πιστοποιημένα, αλλά δε φτάνει μόνο αυτό.
Πιστεύω ότι η βιοκαλλιέργεια από μόνη της δεν μπορεί να προσφέρει πολλά στην κοινωνία. Πρέπει να περάσουμε σε άλλες μορφές συνύπαρξης και βιοκαλλιέργειας. Οι συνεταιρισμοί παραγωγών είναι μια δυναμική εναλλακτική πρόταση. Ομάδες αγροτών, 5-10 μαζί, να δουλεύουν από κοινού, για να φτιάχνουν πολύ καλύτερα προϊόντα, μειώνοντας παράλληλα το κόστος σε μηχανήματα. Αυτή η μορφή οργάνωσης σε ένα χωριό, μπορεί να προσελκύσει εθελοντές που θα βοηθούν σε περιόδους αιχμής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα υπάρχει μια κοινωνική ζωή. Ακόμη και παραγωγή τέχνης και κουλτούρας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ενωθούν. Όπως αναπνέουν τον ίδιο αέρα, πρέπει και να δουλεύουν μαζί, συλλογικά. Θα είναι δύσκολο. Ζούμε μόνοι, δεν έχουμε μάθει να συνδιαλεγόμαστε, είμαστε εγωιστές. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διπλανός μας είναι φίλος μας, δεν είναι εχθρός μας. Τελικά, και να κονομήσουμε δυο φράγκα παραπάνω δε σημαίνει ότι λύσαμε και κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Με τα χρήματα μπορεί να λύσεις δυο τρία προβλήματα. Έχουμε άλλα πενήντα. Αυτά δε λύνονται με χρήματα. Λύνονται μόνο με ανθρώπινες σχέσεις.
Η πρόσκλησή μου απευθύνεται σε όλους. Ευχής έργον θα ήταν να έρθουν οι παραγωγοί, να δουλέψουμε όλοι μαζί. Θα είναι δύσκολο, γιατί δεν εγκαταλείπει εύκολα ο καθένας το χτήμα του, το σπίτι, για κάτι καινούριο. Η συλλογική δουλειά, η κοινοκτημοσύνη είναι κάτι καινούριο. Δεν έχει προετοιμαστεί η κοινωνία. Οι άνθρωποι που έρχονται σε πρώτη φάση είναι άνεργοι, άνθρωποι που έχουν βαρεθεί την Αθήνα, και κάποιοι μοιραίοι, που αναγκάζονται εκ των πραγμάτων, άνθρωποι που δεν έχουν πού να μείνουν, που δεν έχουν να πληρώσουν ενοίκιο, βασικά πράγματα. Οι αλλαγές στη ζωή είναι δύσκολες. Έχουμε μάθει να ζούμε σε ένα διαμέρισμα, μετρημένες οι κινήσεις μας, δεν έχουμε μάθει να κοπιάζουμε. Όταν θέλεις, όμως, κάτι πολύ και το πιστεύεις, θα το καταφέρεις». *Γνωρίστε τον Παναγιώτη Αρβανίτη, τηλ. 26920-71787, biopanas@gmail. com
Της Γεωργίας Οικονομοπούλου
ΑΠΟ http://www.tharrosnews.gr
Μεγάλωσε στο χωριό Δάφνη, στα σύνορα Αρκαδίας – Αχαΐας. «Αγρότες ήταν οι γονείς μου, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου όλοι μαζί καλλιεργούσαμε τη γη», λέει.
Τότε κατέβηκε στην Αθήνα. «Ποτέ δε συνήθισα και ούτε πίστευα ότι θα μείνω εκεί».
«Με τον αδελφό μου πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί μάθαμε για πρώτη φορά, όταν πήγαμε στη λαϊκή να ψωνίσουμε, ότι υπάρχουν φρούτα και λαχανικά χωρίς νοστιμιά. Ξέραμε μέχρι τότε ότι όλα από το περιβόλι μας ήταν νόστιμα. Λιγοστά, αλλά νόστιμα. Στην Αθήνα μάθαμε ότι υπάρχουν άνοστα φρούτα και λαχανικά, ντομάτες και το χειμώνα και άλλα που δεν τα είχαμε δει ποτέ στη ζωή μας. Βλέπαμε κάποια μαγαζιά στους δρόμους της Αθήνας, με τον προκλητικό τίτλο Υγιεινές Τροφές. Το διάβαζες και έλεγες: Αν αυτά πουλάνε υγιεινές τροφές, οι άλλες τι είναι, ανθυγιεινές; Το ’89 αγοράσαμε ένα κτήμα κοντά στην Αθήνα. Εκεί αρχίσαμε να καλλιεργούμε και να θυμόμαστε πάλι τις παλιές γεύσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίσαμε να ασχολούμαστε επαγγελματικά με τη βιοκαλλιέργεια. Τότε ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα.
Τεχνογνωσία δεν υπήρχε. Ενστικτώδεις ήταν οι γνώσεις μας τις περισσότερες φορές και από αυτά που μάθαμε από τους γονείς μας. Η φύση, όμως, σε διδάσκει. Σιγά σιγά βρήκαμε το βηματισμό μας. Γνωρίσαμε τον οργανισμό πιστοποίησης της ΔΗΩ, πιστοποιηθήκαμε, ήμασταν ελάχιστοι παραγωγοί τότε. Γνωρίσαμε ανθρώπους που είχαν γνώση, κυρίως από το εξωτερικό. Ταξίδεψα στις κοινότητες των Τσιάπας στο Μεξικό, είδα οικοκοινότητες στη Βενεζουέλα, στην Κολομβία, πήγα σε οικοκοινότητες στην Ευρώπη. Αποφάσισα να επιστρέψω στις ρίζες.
Έφτιαξα το πατρικό σπίτι στη Δάφνη και ξεκίνησα τις καλλιέργειες. Όταν ένας άνθρωπος έχει εξασφαλίσει την τροφή του και τη στέγη, αυτομάτως έχει πιο λίγα έξοδα, το βιοτικό του επίπεδο ανεβαίνει. Είναι πιο ελεύθερος από το κοινωνικό σύστημα και δεν εξαρτάται από το μισθό του και μόνο. Στο χωριό, με μία ώρα εργασία στο κήπο, μπορούμε να έχουμε όλη την καθημερινή διατροφή της οικογένειας. Αν όλοι μπορούσαμε να κλέψουμε μια ώρα από την τηλεόραση ή το καφενείο ή τον υπολογιστή, θα εξασφαλίζαμε τη διατροφή μας, θα ξέραμε τι τρώμε και θα είχαμε επαφή με τη φύση. Η φύση είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η ψυχική υγεία είναι αναμφισβήτητη. Και το σημαντικότερο: Εξαρτάσαι λιγότερο από το σύστημα, από την αγορά.
Πολλά από τα προϊόντα μας σήμερα, όπως το αγγουράκι, το κολοκυθάκι, το φασόλι, τα αφήνουμε στην τύχη τους, χωρίς σκευάσματα. Έχω τη αμειψισπορά –την εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι- σαν λύση και τη ζωική λίπανση. Άλλες φορές χρησιμοποιούμε φυσικά σκευάσματα από βότανα, όπως είναι ο φλόμος, η τσουκνίδα, το πολυκόπι, και αλλού αυτά που έχει εγκρίνει ο πιστοποιητικός οργανισμός. Η βιολογική καλλιέργεια έχει προχωρήσει. Αυτή τη στιγμή έχουμε μερικές χιλιάδες παραγωγούς στην Ελλάδα. Το ποσοστό της γης που καλλιεργείται βιολογικά δεν είναι μεγάλο, είναι το 2%-3%, πιστοποιημένο. Υπάρχουν βέβαια πολλοί άνθρωποι που καλλιεργούν τη γη τους βιολογικά, για την οικογένεια και τους φίλους τους, χωρίς πιστοποίηση. Εύχομαι ο νόμος που πέρασε στην Αμερική, η κατάργηση του λαχανόκηπου, να μην περάσει στην Ελλάδα. Το πιστεύω ότι δε θα περάσει. Ο Έλληνας δε θα υποταχθεί σε αυτή τη βαρβαρότητα, να μην έχει το δικαίωμα να καλλιεργεί τον κήπο του.
Ο κόσμος δεν προτιμάει πολύ τα βιολογικά προϊόντα για το λόγο, κυρίως, ότι δεν έχει πειστεί. Πιστεύει ακόμη ότι και με τα άλλα που θα φάει δε θα πάθει τίποτα. Όπως και με το τσιγάρο. Ενώ το πακέτο γράφει ότι προκαλεί καρκίνο, ενώ μπορεί να έχουμε χάσει ανθρώπους δικούς μας από το τσιγάρο, λέμε δε βαριέσαι, δε θα πάθουμε τίποτα εμείς.
Το να παράγεις στο χωριό προϊόντα σαν κύριο επάγγελμα είναι δύσκολο. Το κεφάλαιο που διαθέτουμε εμείς για να βγάλουμε ένα μεροκάματο είναι αρκετά μεγάλο, πάνω από 200.000 – 400.000 ευρώ σε τρακτέρ, σε γη, σε παρελκόμενα. Κάποιος που θα φύγει από την Αθήνα, ακόμη κι αν μάθει τη δουλειά, δεν έχει αυτά τα χρήματα. Το σύστημα δεν τον βοηθάει. Η ελληνική αγροτική οικονομία παρουσιάζει και μια άλλη πρωτοφανή ιδιαιτερότητα. Κανένας Έλληνας δε δουλεύει σαν εργάτης γης σε άλλον Έλληνα. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στα χτήματα είναι αποκλειστικά μετανάστες.
Εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε κάποιους πολίτες και καλλιεργητές το κίνημα του εθελοντισμού. Εγώ έχω προχωρήσει παραπέρα από τη γνωστή βιοκαλλιέργεια. Η πραγματική βιοκαλλιέργεια είναι επανάσταση. Ελάχιστοι κάνουν πραγματική βιοκαλλιέργεια, με την έννοια ότι ελάχιστοι ξεχωρίζουμε στο σπίτι μας τα οργανικά υπόλοιπα, για να χρησιμοποιήσουμε στο χτήμα μας. Ελάχιστοι έχουμε ζώα παράλληλα με τα κηπευτικά, ώστε ένα κτήμα να μπορεί να είναι ολοκληρωμένο. Ελάχιστοι είμαστε ολιγαρκείς. Συνεχίζουμε να καταναλώνουμε. Είμαστε σπάταλοι. Ελάχιστοι χρησιμοποιούμε απορρυπαντικά φιλικά προς το περιβάλλον. Η αυθεντική βιοκαλλιέργεια έχει σταματήσει. Όταν ξεκινήσαμε, ήμασταν άτομα που το κάναμε από μεράκι, από ιδεολογία, θέλαμε να φάει ο κόσμος καθαρά προϊόντα. Σιγά σιγά ήρθαν άτομα που δουλεύουν μόνο για να κονομήσουν. Βγάζουν προϊόντα πιστοποιημένα, αλλά δε φτάνει μόνο αυτό.
Πιστεύω ότι η βιοκαλλιέργεια από μόνη της δεν μπορεί να προσφέρει πολλά στην κοινωνία. Πρέπει να περάσουμε σε άλλες μορφές συνύπαρξης και βιοκαλλιέργειας. Οι συνεταιρισμοί παραγωγών είναι μια δυναμική εναλλακτική πρόταση. Ομάδες αγροτών, 5-10 μαζί, να δουλεύουν από κοινού, για να φτιάχνουν πολύ καλύτερα προϊόντα, μειώνοντας παράλληλα το κόστος σε μηχανήματα. Αυτή η μορφή οργάνωσης σε ένα χωριό, μπορεί να προσελκύσει εθελοντές που θα βοηθούν σε περιόδους αιχμής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα υπάρχει μια κοινωνική ζωή. Ακόμη και παραγωγή τέχνης και κουλτούρας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ενωθούν. Όπως αναπνέουν τον ίδιο αέρα, πρέπει και να δουλεύουν μαζί, συλλογικά. Θα είναι δύσκολο. Ζούμε μόνοι, δεν έχουμε μάθει να συνδιαλεγόμαστε, είμαστε εγωιστές. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διπλανός μας είναι φίλος μας, δεν είναι εχθρός μας. Τελικά, και να κονομήσουμε δυο φράγκα παραπάνω δε σημαίνει ότι λύσαμε και κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Με τα χρήματα μπορεί να λύσεις δυο τρία προβλήματα. Έχουμε άλλα πενήντα. Αυτά δε λύνονται με χρήματα. Λύνονται μόνο με ανθρώπινες σχέσεις.
Η πρόσκλησή μου απευθύνεται σε όλους. Ευχής έργον θα ήταν να έρθουν οι παραγωγοί, να δουλέψουμε όλοι μαζί. Θα είναι δύσκολο, γιατί δεν εγκαταλείπει εύκολα ο καθένας το χτήμα του, το σπίτι, για κάτι καινούριο. Η συλλογική δουλειά, η κοινοκτημοσύνη είναι κάτι καινούριο. Δεν έχει προετοιμαστεί η κοινωνία. Οι άνθρωποι που έρχονται σε πρώτη φάση είναι άνεργοι, άνθρωποι που έχουν βαρεθεί την Αθήνα, και κάποιοι μοιραίοι, που αναγκάζονται εκ των πραγμάτων, άνθρωποι που δεν έχουν πού να μείνουν, που δεν έχουν να πληρώσουν ενοίκιο, βασικά πράγματα. Οι αλλαγές στη ζωή είναι δύσκολες. Έχουμε μάθει να ζούμε σε ένα διαμέρισμα, μετρημένες οι κινήσεις μας, δεν έχουμε μάθει να κοπιάζουμε. Όταν θέλεις, όμως, κάτι πολύ και το πιστεύεις, θα το καταφέρεις». *Γνωρίστε τον Παναγιώτη Αρβανίτη, τηλ. 26920-71787, biopanas@gmail. com
Της Γεωργίας Οικονομοπούλου
ΑΠΟ http://www.tharrosnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου